Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του World Peace Is None of Your Business του Morrissey το έτερον – δημιουργικό – ήμισυ των Smiths, ο Johnny Marr, εμφανίζει στη βιτρίνα το δεύτερο solo δίσκο του, Playland. Και οι δύο δίσκοι διακρίνονται από ένα κοινό χαρακτηριστικό (εκτός του ότι και οι δύο είναι καλές δουλειές). Ότι αποδεικνύουν πως και οι δύο καλλιτέχνες έχουν αφήσει πίσω τους την κληρονομιά των Smiths κι έχουν τροποποιήσει αρκετά το μουσικό τους ρεπερτόριο.
Κι αν αυτό είναι μια σχετικά καινούρια κατάσταση για τον παραδοσιακό Moz που στα 55 του ανακάλυψε τη γοητεία των mariachi και της μεγάλης, κινηματογραφικής ποπ, o Marr ήταν πάντα πιο ανήσυχος. Άνθρωποι που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα στο στρατόπεδο των Smiths εκτιμούν ως τη σημαντικότερη αιτία διάλυσης της μπάντας την απόγνωση του κιθαρίστα και βασικού συνθέτη τους για την εμμονή του Morrissey στην τυπική jangle pop και την απροθυμία του να ανοιχτεί η μουσική τους σε νέους δρόμους. Μετά το τέλος της μπάντας ο Marr έκανε σε μεγάλο βαθμό το κέφι του δουλεύοντας με καλλιτέχνες που εκτιμούσε και που του έδιναν τη δυνατότητα να παίξει διαφορετικά πράγματα χωρίς την πίεση του πρωταγωνιστή που είχε με τους Smiths (Pretenders, Bryan Ferry, The The, Modest Mouse, Cribs), ενώ έφτιαξε μαζί με τον φίλο του Bernard Sumner (New Order) το αρκετά επιτυχημένο project των Electronic.
Το περσινό πρώτο solo LP του Marr, το The Messenger, ήταν σχετικά συντηρητικό και κοντά στις indie pop ρίζες του κιθαρίστα. Στο Playland όμως, έναν πολύ ενεργητικό και ζωντανό δίσκο, τα ίχνη των Smiths διακρίνονται με μεγαλύτερη δυσκολία, αν και «ευθύνονται» για δύο από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, την κρυστάλλινη, ελεγειακή ποπ του This Tension και την ορμή του Boys Get Straight που θυμίζει ένα cross ανάμεσα στο London και στο Sweet and Tender Hooligan. Ο υπόλοιπος δίσκος αντλεί την έμπνευσή του από μουσικές που αρέσουν στο Johnny και που, συνήθως, τις εκτελεί άρτια. Θα ξεχωρίσω την «κολλητική» pop στο πρώτο single Easy Money που θυμίζει αρκετά τα κιθαριστικά hooks του Sexuality, ενός εκπληκτικού single του Billy Bragg (στο οποίο ο Marr ήταν co-writer), το Bowie-κο The Trap και την παθιασμένη glam rock στο Speak Out Reach Out. Σε κάποιες περιπτώσεις ο δίσκος χάνει σε ποιότητα και βυθίζεται στη μετριότητα μιας χιλιοπαιγμένης και αδιάφορης brit rock (Back in the Box, Dynamo), όμως ευτυχώς οι περιπτώσεις αυτές δεν καθορίζουν το σύνολο. Επίσης προκαλεί εντύπωση η αυτοπεποίθηση του Marr ως τραγουδιστή. Δεν είναι ο crooner που θα κάνει την καρδιά σας να ματώσει και το δέρμα σας να ριγήσει, όμως για άνθρωπο που σε 30 περίπου χρόνια καριέρας δεν άγγιζε μικρόφωνο είναι πολύ αξιοπρεπής (αν και σε σημεία του δίσκου η φωνή του ακούγεται ενοχλητικά όμοια με αυτήν του Bernard Sumner).
Όπως έγραψα και πιο πάνω, ο δίσκος είναι καλός σε γενικές γραμμές. Μας αρκεί όμως κάτι τέτοιο από έναν genius τύπο, όπως ο Marr; Δεν είμαι σίγουρος. Τελικά ίσως και οι ικανότεροι συνθέτες χρειάζονται τη μούσα τους, τον καθοδηγητή τους, όπως ήταν για τoν Johnny ο Morrissey στους Smiths. Αυτό που λείπει, λοιπόν, στο Playland είναι το κομμάτι που θα σε κάνει να γυρίσεις το κεφάλι σου έκπληκτος, που θα σε χτυπήσει με ηλεκτρικό ρεύμα και θα σε κάνει να το παίζεις ξανά και ξανά. Ίσως ο καλοκάγαθος, ο συνεσταλμένος Johnny να χρειάζεται δίπλα του την ηγετική φιγούρα που θα τον σπρώξει στα δημιουργικά του όρια. Όμως δεν είναι κακό ορισμένες φορές να αρκούμαστε και σ’ αυτά που μας προσφέρονται. Και το Playland είναι ένας αρκούντως διασκεδαστικός και ενδιαφέρων δίσκος.
7,5/10
