Σε μια πρόσφατη «τυμβωρυχία» στο μουσικό αρχείο μου ανακάλυψα στο περιοδικό ΠΟΠ & ΡΟΚ (Τεύχος 5 - Ιούλιος 1978, σελ. 46 – 51) ένα άρθρο – αφιέρωμα στο χαρντ- ροκ, παρμένο από ξένο μουσικό έντυπο και μεταφρασμένο από τον (τότε) συνεργάτη του περιοδικού κ. Θανάση Δρακόπουλο, χωρίς δυστυχώς να αναγράφεται ο γνήσιος συντάκτης ή το έντυπο από το οποίο το «δανείστηκε» το εν λόγω περιοδικό.
Είχα πάρα πολλά χρόνια να το διαβάσω πάλι και η αναλυτική εντρύφησή μου με αυτό ύστερα από τόσα χρόνια, μου έδωσε να καταλάβω ότι:
1.) Πρέπει να γράφτηκε το 1977
2.) Ο συντάκτης του προφανώς είναι Αμερικάνος,
3.) Πρέπει να είναι το 1ο (;) αφιέρωμα σ΄ αυτό το είδος του ροκ από Ελληνικό μουσικό έντυπο, αν αναλογιστούμε ότι το ΠΟΠ και ΡΟΚ μόλις τότε ξεκινούσε (ο «ΗΧΟΣ» είχε ξεκινήσει ήδη από το 1973, αλλά δεν έχω πληροφορία εάν είχε πράξει πρώτος κάτι ανάλογο, και διαψεύστε με αν κάνω λάθος), και
4.) Εξιστορεί τα κατορθώματα του χαρντ – ροκ στην πρώτη δεκαετία της ύπαρξής του, μέσα από δώδεκα (12) δίσκους που κυκλοφόρησαν έως τότε, με απόψεις άλλοτε πρωτότυπες, εντυπωσιακές και σε σημεία ρηξικέλευθες, και άλλοτε εντελώς αυθαίρετες, αναιτιολόγητες και σε σημεία ηλίθιες.
Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος με οδήγησε να το μοιραστώ μαζί σας και το παραθέτω εδώ αυτούσιο σε ποσοστό 95%, πλην ελαχίστων δικών μου διορθώσεων και προσθαφαιρέσεων στο αυθεντικό κείμενο, σε όποια σημεία έκρινα ότι έπρεπε να διευκρινιστούν οι ασάφειες της (τότε) μετάφρασης, χωρίς φυσικά ν΄ αλλοιώσω ούτε στο ελάχιστο το πνεύμα του αφιερώματος.
Δεν περιορίζομαι όμως σε μια ψυχρή αντιγραφή, αλλά παρεμβαίνω διακόπτοντας την κανονική ροή του άρθρου, όπου κρίνω ότι αυτό απαιτείται, με δικές μου επισημάνσεις μέσα σε αγκύλες [ ] υπό τον τίτλο: «ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ».
Δεν ξέρω πόσοι θα συμφωνήσουν ή θα διαφωνήσουν είτε με το άρθρο, είτε με τους «αντίλογούς» μου, το σίγουρο όμως είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις, εάν συνυπολογιστεί δε και το τι απέγινε ή σε τι μεταλλάχτηκε το χαρντ ροκ στα χρόνια που ακολούθησαν, η ανάγνωσή του σήμερα καθίσταται άκρως ενδιαφέρουσα, υπό έναν όρο όμως: πρέπει το άρθρο να συνδεθεί άρρηκτα με το πνεύμα της εποχής που γράφτηκε (1977) και με τα χιλιόμετρα που είχε «γράψει» το κοντέρ του χαρντ – ροκ μέχρι τότε. Σε καμμιά περίπτωση όμως δεν πρέπει να αναμιχθεί το χέβι μέταλ, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε ακόμα σαν μουσικό ρεύμα. Αυτό θα΄ρχοταν (πάλι απ΄ την Αγγλία) γύρω στο 1979 εξαπολύοντας με λύσσα τον βόρβορό του…
Απολαύστε το ή μισείστε το:
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ HARDROCK
ΑΠΟ ΤΟΥΣ CREAM ΣΤΟΥΣ ΜOTÖRHEAD
ΣΚΛΗΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που το χαρντ – ροκ, γερασμένο τέρας, σκεπασμένο μ' αφρούς κι ιδρώτες, κυριαρχεί σαν διαβολική σκιά πάνω μας. Δέκα χρόνια, κι απορεί κανείς πώς το παραμορφωμένο σκυλί της μουσικής, διεστραμμένο σκυλί, χωρίς ενδοιασμούς, δεν εξάντλησε ακόμα τις συνταγές του. Δέκα χρόνια κι αρκετοί περιμένουν τον τελευταίο στεναγμό που αργεί ν' ακουστεί. Δέκα χρόνια που τα ίδια –αποδοτικά– τερτίπια γυρίζουν και ξαναγυρίζουν στις υστερικές, προ-κάτ συγκεντρώσεις, στο ίδιο πάντα πληκτικό κι ανισσόροπο σκηνικό. Κάθε χρονιά νέοι πιστοί. Θαρρεί κανείς πως η ηλεκτρική αντι-όπερα ξέρει ν' αγγίξει τα πιο ευαίσθητα σημεία του εφηβικού ψυχισμού.
Μπορούμε φυσικά να μειώσουμε το φαινόμενο, να περιορίσουμε τη σπουδαιότητά του στις δυό βασικές λειτουργίες πάνω στις οποίες επιδρά. Στην αντανακλαστική και κατευθυνόμενη αντίδραση, και στην έξαρση της δυναμικότητας του έφηβου.
Κατευθυνόμενη αντίδραση: Πρόκειται για σπασμούς του συμπαθητικού, γιατί ποια μουσική είναι τάχα απ΄ την ίδια της τη φύση καταλληλότερη να εκμεταλλεύεται την τάση των εγκεφαλικών κέντρων, να επικοινωνούν με τα ασυνείδητα αντανακλαστικά και να προκαλούν ρεφλέξ, όπως το ρυθμικό χτύπημα του ποδιού; Το λατρευτό μας χάρντ, χτίζει σοφά και αποτελεσματικά πάνω στο συνδυασμό του μπάσσου και της γκράν – κάσσας (συνήθως στον απλούστερο χρόνο), και προκαλεί το επίμονο και καθαρά νευρικό αυτό φαινόμενο.
Έξαρση της δυναμικότητας του έφηβου: ο ήχος που συνήθως ωρύεται, ο συμβολισμός στο σόλο, οι παρασεξουαλικές μιμήσεις των τραγουδιστών προκαλούν, όλα προκαλούν γρηγορότερο σφυγμό. Έχουν οπωσδήποτε τους λόγους τους αυτοί που λένε ότι βγήκαν ήρεμοι σαν από καθαρτήριο λουτρό από ένα κονσέρτο, ζωντανό, τεχνητά ζωντανό ή και οραματικά ζωντανό (ανάλογα τους γείτονες), σκληρής μεταλλικής μουσικής. Ο έφηβος είναι απ΄ την ασταθή φύση του, αυτός που παρουσιάζει την μικρότερη άμυνα απέναντι στην θρασύτατα ενισχυμένη πρόκληση του δυνατού ήχου. Δεν μπορούμε ν΄ αρνηθούμε ότι το σκληρό ροκ έχει λίγο απ΄ όλα αυτά, και μ΄ όλα αυτά προκαλεί τις επιθέσεις εναντίον του, κυρίως απ΄ αυτούς που πιστεύουν (αισιόδοξα) ότι η μουσική «εξημερώνει τα ήθη».
Υπάρχει πάντως η αισθητική του χάρντ. Η ανώδυνη βία είναι όμορφη και όπως θα 'λεγε ο Μπρετόν για την ακουστική καταιγίδα «η ομορφιά θα είναι αντανακλαστική ή δεν θα είναι ομορφιά». Το χάρντ λοιπόν σαν μύθος της νευρικής (βλέπε νευρασθενικής) ενορχήστρωσης, της αυθόρμητης συμμετοχής είναι όμορφο από μια σκοπιά. Μας χαρίζει τη μυθική εικόνα που βασίζεται στο μαγνητισμό. Εικόνα από μιάν ύπουλη μυθολογία με θρασείς και κακόγουστους ημίθεους, ξεπεσμένους από έναν Όλυμπο παρανοϊκό, μια σύγχρονη μυθολογία πασαλειμμένη με σωρούς από αβέβαιες κοινωνικό – οικονομικές πιθανότητες.
Σαλτιμπάγκοι της κιθάρας, «leaders» - τραγουδιστές, ακροβάτες του υπεροξυμένου ήχου, μάγοι που καταπίνουν φωτιά, να οι ήρωες του χάρντ, να παραμονεύουν διαρκώς για το κόλπο που θα κάνει τον κόσμο να σηκωθεί και να ουρλιάζει, τον κόσμο που βγαίνει ξαφνικά σαν από θαύμα τόσο απλοϊκός. Ήρωες στα μισά του δρόμου ανάμεσα στον Ηρακλή και στους Ηρακλείδες του Γιουσουρούμ, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στον άθλο της πειθούς, στην διάνοια και τον φανφαρονισμό (ο Blackmore καλλιεργεί το στυλ διάνοια, ενώ ο Νugent κάνει τον παλιάτσο αλλά τελικά είναι κι οι δυό τους απ' την ίδια στόφα, πιασμένοι με παραμάνες απ' τα μανίκια). Με την αισθητική του «υπερβολή στην υπερβολή» το ροκ είναι τελικά συμπαθητικό ακόμα και στο ίδιο του το αδιέξοδο. Αισθητική της ηχητικής βίας, ένας χώρος τραγικο – κωμικός με την ίδια αξία (πώς να το κάνουμε) με κάθε άλλον (τώρα χώρος τραγικο – κωμικός δεν είναι η έκφραση, ο όρος θα' ταν καταλληλότερος για τα έργα του Σοφοκλή).
Η εξπρεσσιονιστική αισθητική του χαρντ, βρίσκει την έκφρασή της στο θράσος και την άρνηση κάθε κατεστημένης αξίας. Μουσική που ενοχλεί, διαφωνεί ριζικά, απίστευτα ριζικά, με τα υπόλοιπα είδη που ενδιαφέρουν το κοινό, και ανακατεύει τελικά ένα υπόστρωμα ασήκωτο που πέφτει πάνω στο ανήλικο και αφελές κοινό της, έτοιμο πάντα να δεχτεί μηρυκασμένες λατρείες, έτοιμο να πάρει το μέρος μιας καινούργιας ιδέας. Δεν έχει σημασία η ιδέα, αρκεί να είναι στη μόδα… Όχι το σκληρό ροκ δεν είναι τόσο ανόητο όσο δείχνει.
[ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: Μέχρι εδώ καλά τα πάει ο αρθρογράφος (στο εξής «φίλος» για συντομία). Γιατί ανέκαθεν και σε όλα τα χρόνια μετά το 1977 έως σήμερα αυτή ήταν πάντα η κεντρική ιδέα του χαρντ – ροκ: να «…διαφωνεί ριζικά, απίστευτα ριζικά» με ό,τι βρισκόταν στο διάβα του, είτε παίζεται από Άγγλους, είτε Αμερικάνους, είτε Έλληνες. Εδώ το πανκ του οφείλει πολλά. Γιατί πήρε από το χάρντ αυτήν ακριβώς την φιλοσοφία και την τερμάτισε, την ξεκοίλιασε, και την κομμάτιασε σε θρύψαλα, αναθεματίζοντας τους πάντες και τα πάντα και τραβώντας σαν μαγνήτης τους λυσσασμένους έφηβους πού επιτέλους βρήκαν κάτι να μιλήσει στην διαλυμένη από το αλκοόλ και την ανεργία ψυχή τους.]
Έκανε εξ άλλου φανταστικές επιτυχίες και χαριτωμένα νοκ – άουτ βέβαια: Grand Funk Railroad, Μοtt the Hoople, Uriah Heep, Black Sabbath. Αλλά όλα αυτά τα συγκροτήματα που βασάνισαν, λίγο ή πολύ τον ήχο, τράβηξαν, ειλικρινά προς τιμήν τους ως το βάθος του λάθους τους. Το στράγγιξαν χωρίς να συζητήσουν και χωρίς να ψάξουν για ανόητα άλλοθι που θα τους έβγαζαν αθώους ή και διασκεδαστικούς. Το ροκ μας χάρισε τα δέκα τελευταία χρόνια πολλά συναρπαστικά αριστουργήματα και κρατώντας μερικά απ΄ αυτά σαν σηματοδότες θα πλανηθούμε στο σκοτεινό και γεμάτο σπηλιές well-off κόσμο του. Διαλέξαμε τους δώδεκα (12) δίσκους που δείχνουν αντιπροσωπευτικοί στην εποχή τους, αυτούς που τροφοδότησαν το πνεύμα του παραμυθιού που, η εκλογή είναι φυσικά υποκειμενική και αρκετοί θα ενοχληθούν από την απουσία των Μountain, των Αngel, των Ten Years After, του Αlice Cooper. Εδώ όμως δεν δίνουμε το πρόγραμμα της χάρντ συμπεριφοράς, σας προσκαλούμε απλά σ΄ ένα μύθο με δώδεκα άθλους που τους διαλέξαμε ανάμεσα στους άλλους.
[ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: Όχι φίλε, δεν θα παρεξηγηθούμε που δεν έβαλες μέσα τον… Αlice Cooper!! Για τους άλλους τρεις, καμμία αντίρρηση, αλλά για τον κλόουν του ροκ που προσπαθούσε να καλύψει τα μετριότατα τραγούδια του φέρνοντας φίδια στη σκηνή (μιλάμε πάντα για τον αυθεντικό Αlice εποχής Welcome To My Nightmare, και όχι την καρικατούρα του Poison), καλώς έπραξες και δεν τον έβαλες, αν και τ' Αμερικανάκια τον γούσταραν πολύ…]
ΟΙ ΣΤΡΟΦΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ελάτε τώρα που γυρίζει

Το χαρντ – ροκ γεννήθηκε στην Αγγλία γύρω στο 1968. Γεννήθηκε όταν κάτι ατίθασα όντα, τρεις ανεκδιήγητοι νεαροί μουσικοί χωρίς τον παραμικρό σεβασμό στην παράδοση, άρχισαν να παίζουν (και είχαν το κουράγιο να το κάνουν) το παλιό Αμερικάνικο μπλούζ δυνατά, καίγοντας τα ποτενσιόμετρα, ρίχνοντας στον κόσμο δυνατά ηλεκτρικά σοκ και ανεβάζοντας τον ήχο δώδεκα (τουλάχιστον) φορές περισσότερο απ' τους Yardbirds, τους Who, τον Hendrix. Fuzz – Fuzz, wah – wah, βαρύ ντράμς, δυνατό μπάσσο και το μπλούζ πήρε μιαν άλλη όψη, μια φάτσα με πεταμένα δόντια, μια που οι Εγγλέζοι τόλμησαν να γυρίσουν ανάποδα την Αμερικάνικη παράδοση. Το πρώτο αριστούργημα του χαρντ-ροκ είναι ένα διπλό, κλασσικό πια στο είδος του άλμπουμ το Wheels of Fire. Οι τέσσερεις όψεις δεν νανουρίζουν αποκλειστικά το σκληρό fuzz, είναι απλώς στιγμές του χάρντ που γεννιέται. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος με το ασημί του κάλυμμα και τον σεβαστό του όγκο (τα διπλά άλμπουμς δεν έβγαιναν τότε κάθε μέρα), οι εταιρείες έκαναν πολλά, έκαναν τα πάντα, τον κόψανε ακόμα και στα δύο για να τον περάσουν στο κοινό. Ο ένας απ' τους δίσκους είναι γραμμένος στο στούντιο με το ραφιναρισμένο παίξιμο της τριάδας Clapton, Bruce και Baker. Είναι το σοφιστικέ και εξηλεκτρισμένο μπλουζ που πέρασε κατόπιν στη μεγάλη αγκαλιά των Μountain. Ο δεύτερος δίσκος είναι λάϊβ και αφήνει να ξεχειλίσει η ελεγχόμενη δυναμικότητα των τριών παιδιών. Τώρα ο πραγματικός διαχωρισμός του δίσκου είναι αλλού, βγαίνει απ' την διαφορά ανάμεσα στο ακόμη παραδοσιακό αλλά εξηλεκτρισμένο μπλούζ του Train time, του Sitting on the top of the World και του Spoonful και σε κάτι άλλο που θα' ταν μπλουζ μιαν άλλη εποχή, μα τώρα είναι χάρντ. Το White Room, το Crossroads και κυρίως το Politician με το βαρύ επαναληπτικό και ξερό του ήχο ανοίγουν τους καινούργιους δρόμους. Μόνο που ο μάγος Clapton, ο Bruce και ο Baker δεν είναι συστηματικοί. Προτιμούν τα μονοπάτια της αφηρημένης αυθεντίας.
Οι Cream είχαν, όπως και οι άλλοι στον καιρό τους με λιγότερα φόντα, την ιδέα του χάρντ. Την ιδέα και μόνο. Δεν τακτοποίησαν την ανακάλυψη και άφησαν τους άλλους να συντονίσουν την καινούργια μηχανή που πήδηξε απ' το Wheels of Fire.

Οι «άλλοι» ήταν ο Jimmy Page και οι Ζeppelin που το πέτυχαν με το τεράστιο Led Zeppelin ΙΙ. Ο Page έρχονταν απ' τους Yardbirds και λάτρευε τα μπλούζ, όπως και ο Clapton και ο άλλος ο ατίθασος ο Jeff Beck. Είχε λοιπόν στα μανίκια του τα ίδια φύλλα με τους Cream και το πρώτο άλμπουμ των Zeppelin με τα μπλουζ του (απ' τον Willy Dixon) πασαλειμμένα με ηλεκτρική σάλτσα α λα Yardbirds, μοιάζει πολύ στην έμπνευση με το Wheels of Fire. Μόνο που ο Page ήταν νεώτερος, προικισμένος με στρατηγική και (αποδεδειγμένα) προβλεπτικός. Έβαλε την νέα έμπνευση στο καλούπι του χάρντ με την πρωτότυπη εισαγωγή, τη φωνή μπροστά, και στα δύο ηχεία και ολοκλήρωσε με σκληρό και ξερό fuzz. Το Led Zeppelin ΙΙ είναι ο πρώτος δίσκος με καθαρό και σκληρό ήχο και τα μπλούζ που σέρνονται ακόμα The Lemon Song, Bring it on Home συμπληρώνονται απ' τα ζεματιστά καλοστημένα και μεταλλικά Heartbreaker, Livin’ Lovin’ Maid και φυσικά το καταπληκτικό και ξέφρενο Whole Lotta Love την πρώτη μεγάλη επιτυχία του χάρντ. Μα αν και οι Ζeppelin έκαναν τη γραμματική αρνήθηκαν να την ακολουθήσουν κατά γράμμα. Τα What is and what should never be και Thank you χάνονται σ' άλλον ορίζοντα και τα θηρία του Page προσφέρουν πάντα το προσεγμένο αντίδοτο (ακουστικές πλευρές κλπ.) για τα υστερικά ξεσπάσματά τους. Το «κατευθυνόμενο αερόστατο» έφτιαξε τον κώδικα του χαρντ, αλλά δεν φυλακίστηκε μέσα του, αρνήθηκε να αναμασήσει το στουπί του σκληρού ροκ, πράγμα που εξηγεί ίσως γιατί το συγκρότημα υπάρχει πάντα ενάντια στη μόδα και στο χρόνο. Μετά τους Cream, οι Ζeppelin, συντόνισαν και κωδικοποίησαν τη σχιζοφρένεια.
Ακολούθησαν όμως και χειρότερα.

Το '70 το χαρντ ριζώνει με το μυθικό Deep Purple in Rock. Το «βαθύ μωβ» ψάχνονταν απ΄ το ΄68, χάζευε τους Cream και τους Ζeppelin, σκάλιζε την ουσία του ροκ. Ο Ritchie Blackmore είχε ακούσει πολύ Jeff Beck και ήξερε απ΄ έξω κι ανακατωτά τη φρενίτιδα στο σόλο του χάρντ. Η παρουσία του Jon Lord βοήθησε πολύ το γκρούπ στην πρωτοτυπία του ήχου όταν αποφάσισαν να παντρέψουν το ροκ με κλασικές αναφορές. Η αποτυχία του ημικλασικού κονσέρτου στο άλμπουμ Concerto for Group and Orchestra του '69 έκανε το συγκρότημα να απαρνηθεί προσωρινά τις κλασικές του τάσεις και το οδήγησε σ΄ ένα δίσκο 100% ροκ. Ενώ το χρώμα του χάρντ υφίσταντο ως τώρα μόνο ως πινελιά, εδώ γεννήθηκε το πρώτο άλμπουμ αποκλειστικά και μόνο χαρντ, αν εξαιρέσουμε το πρελούντιο του Child in time. Το Speed King, το Flight of the Rat, το Bloodsucker και το Hard Lovin' Man δείχνουν την εξαιρετική τεχνική του γκρουπ στο riff, τη συστηματοποίηση της αίσθησης της βαριάς μεταλλικής μουσικής. Το σύνθημα είναι απλό και λιτό «παίζω γρήγορα, παίζω βαριά, παίζω δυνατά» τίποτα άλλο. Κομμάτια σαν το Living Wreck δείχνουν που πήγε το μπλουζ αφού άλλαξε, -θέλοντας και μη- βάση. Με τους Purple γεννήθηκε όχι το χαρντ-ροκ, αλλά η ράτσα των γκρουπς με την μουσική – πύραυλο. Σημαδεμένο για πάντα το συγκρότημα απ' την επιτυχία του In Rock θα γυρίσει και θα ξαναγυρίσει στα ίδια, συστηματικά στα ίδια, ώσπου τα μέλη του να εξαντληθούν, να αρχίσουν να μαζεύονται τα σύννεφα. Οι Rainbow του Ritchie Blackmore πήραν τη σκυτάλη. Σερβίρισμα της ίδιας μουσικής του '70 ανανεωμένης («ανανεωμένης;» τρίχες) με άλλους μουσικούς και το σήμα να περνά απ΄ την ίδια εξωφρενική ενίσχυση. Χρυσοφορτωμένοι μηρυκασμοί, αδιάφορο αν ικανοποιούν, γιατί ικανοποιούν. Για πολλούς η σειρά Purple - Rainbow συμβολίζει το ροκ αυτό καθαυτό, πράγμα που δεν είναι και ανακριβές, μια που τα γκρουπς θεμελίωσαν κυριολεκτικά το είδος. Το In Rock θα γεμίζει για πολύ καιρό ακόμα τα άδεια απογεύματα των παιδιών που ψάχνουν για δυνατές συγκινήσεις που θέλουν να νιώσουν κάτι συναρπαστικό…
[ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: Εδώ ο φίλος εξώκειλε λιγάκι. Πιο πάνω ταύτιζε τον Blackmore με τον Nugent. Πλην όμως ο Blackmore ουδέποτε «…καλλιέργησε το στυλ διάνοια» διότι ΕΙΝΑΙ διάνοια στην κιθάρα και τα σόλο του μας ταξιδεύουν μέχρι σήμερα απ΄ όπου κι αν πέρασε, ενώ ο Νugent δεν «…κάνει τον παλιάτσο», ΕΙΝΑΙ παλιάτσος με μούσκλια και ουρλιαχτά και εν τέλει ΠΟΣΟΙ σήμερα τον θυμούνται να έχει δώσει έστω και ΕΝΑ αξιοπρεπές ριφάκι; Ενώ αντίθετα τα σόλο του Blackmore «…θα γεμίζουν για πολύ καιρό ακόμα τα άδεια απογεύματα των παιδιών», γιατί ήταν αυτός που έκανε τις πολύτιμες μεταγγίσεις του στους Purple, οι οποίοι μόλις έφυγε βάλτωσαν και διαλύθηκαν σχεδόν αμέσως, και με τους περίφημους Rainbow έδειξε που ήθελε να πάει την μουσική της παλιάς του μπάντας, την οποία και τερμάτισε σφραγίζοντάς την με βουλοκέρι με τους ΥΜΝΟΥΣ που έγραψε για τους Rainbow, ειδικά στην περίοδο Dio. Αυτά τα ΜΝΗΜΕΙΑ του ροκ ο φίλος τα θεωρεί «…χρυσοφορτωμένους μηρυκασμούς»; Τέλος πάντων…
Από εδώ και κάτω όμως, αρχίζει η «Αμερικανιά» του άρθρου, και η προσπάθεια του φίλου να βρεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αντίστοιχα αντίβαρα με τα Εγγλέζικα. Μάταιος κόπος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ειδικά όταν οι Lynyrd Skynyrd που «θέριζαν» τότε, λάμπουνδιά της απουσίας τους. Αν δεν αναφερθείς σ΄ αυτούς ρε φίλε, πού ψάχνεις το χαρντ ροκ; Αλλά διαβάστε πιο κάτω και θα καταλάβετε γιατί πιστεύω ότι το άρθρο το' γραψε Αμερικάνος.]
ΣΚΥΛΟΔΟΝΤΑ ΚΑΙ ΣΚΕΛΕΤΟΙ

Μια φορά η μηχανή στο δρόμο δεν γίνεται να σταματήσει. Στην κολασμένη μανία της πηδά τον Ατλαντικό και αγκαλιάζει την Αμερική. Στα καπνισμένα ερείπια απ΄ τα στάδια της Ανατολικής Μεγαλούπολης, ένα ύπουλο θεριό αρχίζει και σπέρνει τον όλεθρο, όλο και πιο τρομερό όλεθρο… Είναι ένας λυσσασμένος λύκος που ήρθε απ΄ τις στέππες κουκουλωμένος με μαύρο πετσί. Το ΄70 οι Steppenwolf, οι μοναδικοί Steppenwolf ήταν στην αποθέωσή τους. Έχουν βγάλει μια σειρά από εκπληκτικά άλμπουμ που σημάδεψαν το τέλος της δεκαετίας του ΄60, ιδίως το Born to be wild που πέρασε στο Easy Rider και έγινε ύμνος του υιοθετημένου, Αμερικάνικού πια ροκ. Εκείνη την χρονιά βγάζουν το πρώτο λάιβ, μνημείο στη δόξα του ατίθασου θεριού με τα γεμάτα σάλια σκυλόδοντά του έτοιμα να κομματιάσουν, το διάσημο μυθοποιημένο διπλό Steppenwolf Live, ένα άλμπουμ που όλοι οι φίλοι του χάρντ που τρέφουν και τον ελάχιστο σεβασμό για την ύπαρξή τους πρέπει να ξέρουν. Το άλμπουμ ήταν σαν καυτερός ορρός στις παχουλές φλέβες της σκεπτικιστικής Αμερικής, ήταν οι επαναληπτικές επιθέσεις ενάντια στην πίεση της Αμερικάνικης νοοτροπίας που έχει καταντήσει ένα «Μοοο…ουνστερ». Ο John Kay ο προύσσος αληταράς, ο βοσκός των λύκων κατηγορεί με την βαριά και βραχνή φωνή του τη διαφθορά (αυτή η άτιμη διαφθορά των άλλων), τους εμπόρους ναρκωτικών με το The Pusher και υψώνει το ανάστημα ενάντια στην γάγγραινα και τη μόλυνση που παραλύει τη χώρα, για να καταλήξει στο Born to be wild - δικαίωμά του! Το χάρντ κουβαλάει τη συγκλονιστική φωνή και παίρνει τόνους πιο ρευστούς και ευκίνητους απ΄ το Αγγλικό. Με τους Steppenwolf οι Αμερικάνοι ξεπερνούν το χάσμα ανάμεσα στο μπλούζ και στο χάρντ διατηρώντας τα μάλιστα ανέπαφα και τα δύο. Η τελευταία όψη του Steppenwolf Live με την υπέροχη και καλοχτυπημένη κιθάρα του Larry Byrom, με τα στραγγαλισμένα κήμπορντς, με τα ξεφωνητά του Κay και κυρίως με το σατανικό ρυθμό του, αυτή την πίεση που δεν σ΄ αφήνει ν΄ ανασάνεις θα μείνει ως μια απ΄ τις καλύτερες στιγμές του Αμερικάνικού χαρντ. Οι Steppenwolf ήταν το γκρούπ που εδραίωσε το μηχανισμό στις ΗΠΑ και η σκιά του πλανιέται ακόμα πάνω σε πολλά καινούργια συγκροτήματα όπως οι Blue Öyster Cult και οι άλλοι.
[ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: Σεβαστή η λατρεία του φίλου για τους Steppenwolf (οι οποίοι ήταν…Καναδοί!!!) και ναι ο John Kay είχε καλό λαρύγγι, αλλά όχι και χαρντ ροκ! Μπλουζ ροκ σίγουρα ναι, καλό ροκ εντ ρολ σίγουρα ναι, αλλά εάν αυτό είναι χαρντ ροκ, τα σφιχτά riffs των Iron Butterfly που περιμένουν στην γωνία τι είναι άραγε για τον φίλο; Και γι΄ αυτούς δεν θα διαβάσετε λέξη εδώ, παρ΄ όλο που για μένα είναι ισάξιοι με τους Cream για το Αμερικάνικο χαρντ ροκ.]

Μετά τους Steppenwolf δυο μόνο συγκροτήματα σημαδεύουν τις αρχές της δεκαετίας του '70 στην Αμερική με τη μεταλλική κραυγή τους. Οι Mountain, πνευματικό παιδί των Cream με τον κολοσσιαίο Leslie West που η όψη του δίνει την εικόνα της μουσικής που κάνει, και οι Cactus. Αυτός ο τελευταίος θορυβώδης και μεθυστικός σκελετός ιδρύθηκε το '70 απ' το καλύτερο ρυθμικό σύστημα της Αμερικής το ντουέτο Tim Bogert – Carmine Appice, ακριβώς μετά την εμπειρία των Vanilla Fudge και πριν απ' αυτήν των ΒΒΑ με τον Jeff Beck. Η αστραφτερή καριέρα των Cactus και του ιλιγγιώδους ροκ τους ήταν μια γρήγορη συγκέντρωση από LΡ ανατριχιαστικά θορυβώδη, μια καμπύλη που συνεχώς ανέβαινε για να τελειώσει με μια από τις πιο «ζωηρές» στιγμές του χαρντ ροκ, με το άλμπουμ 'Ot 'n' Sweaty, ένα δίσκο αποτελεσματικά ψυχαγωγικό ή εφιδρωτικό, ανάλογα με τη διάθεση. Κανένα συγκρότημα δεν κατάφερε ως τώρα να συγκεντρώσει το δυναμισμό που κλείνουν το Swim (Let Me Swim), το Bad Mother Boogie (Big Mama Boogie - Part II) και το Our Lil Rock 'n' Roll Thing, που τα χτυπάνε δαιμονισμένα, απίστευτα πιο δυνατά απ΄ ότι στους άλλους δίσκους. Μια επίδοση ακόμα πιο συναρπαστική, μια που ήταν και το καλύτερο έργο των παιδιών που εξαφανίζονται κατόπιν στη χειρότερη άγνοια. Τι απόγινε τελικά ο Peter French, ο συνεπαρμένος μανιακός με το στυλ των καλύτερων τραγουδιστών του είδους; Τι έγινε ο Werner Fritzschings, ο καταπληκτικός κιθαρίστας που δούλευε την Gibson του σαν πυροβόλο αναμμένο στην χρήση μέσα στους καπνούς; Κανείς δεν ξέρει. Μα το 'Ot 'n' Sweaty είναι εδώ στάζοντας καυτερό ρυθμό ακόμη και στην πλευρά του στούντιο και τους εξασφαλίζει μιαν ατέλειωτη φήμη και παπαγαλίζει πως οι Cactus ήταν πραγματικά ο «καιόμενος βάτος».
[ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: Στα κομμάτια τους που αναφέρονται πιο πάνω και σε όλο το άλμπουμ που άκουσα, ναι μεν η φωνή και η κιθάρα δεν περνάνε απαρατήρητες, αλλά μάλλον για βαρύ μπλούζ φέρνουν, παρά για χάρντ. Σαν μια ροκ εν ρολ μπάντα θα μπορούσαν να σταθούν, αλλά όταν προηγήθηκαν οι Bad Co. που μας τα' παν πρώτοι απ' έξω κι ανακατωτά, άλλοι δεν χωρούν. Ίσως αν την θέση τους είχε πάρει ένας Rory Gallagher π.χ., που κι αυτός μεγαλουργούσε την εποχή αυτή, τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Αλλά είπαμε: Εδώ κυριαρχεί η «Αμερικανιά» του άρθρου.]
Διαβάστε εδώ το 2ο μέρος του αφιερώματος (και των αντιλόγων φυσικά!)!
Γιώργος Δ. Δημόπουλος
