Oι Ought που μας έρχονται από το Μόντρεαλ, αποτελούν από κάθε άποψη μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις της τελευταίας διετίας. Το δεύτερό τους LP με τίτλο Sun Coming Down που μας απασχολεί εδώ, όπως και η πρώτη τους προσπάθεια More Than Any Other Day, απέσπασε θετικότατες έως και ενθουσιώδεις κριτικές. Και ίσως να καθυστερήσαμε λίγο να ασχοληθούμε μαζί τους, καθώς ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο, δεδομένου όμως ότι την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η Arte Fiasco έχει ήδη κάνει γνωστό ότι θα τους δούμε στις 12 Απριλίου στο An Club, η παρούσα κριτική δεν έχει απωλέσει τον επίκαιρο χαρακτήρα της. Άλλωστε, ποτέ δεν είναι πραγματικά αργά για να ασχοληθείς με έναν τόσο αξιόλογο δίσκο.
Την στιγμή που μεγάλο μέρος του κιθαριστικού ήχου στερείται πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας (το έχω πει και το ξαναλέω και οι εξαιρέσεις δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να επιβεβαιώνουν τον κανόνα), οι Ought έρχονται να παρουσιάσουν ένα υβρίδιο που επιτυχέστερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί art punk, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο ήχος τους οφείλει πολλά στους Television, στους Fall μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, αλλά και στους Sonic Youth. Ενώ όμως οι επιρροές αυτές είναι ευδιάκριτες, ο τρόπος με τον οποίο αυτές ενσωματώνονται στην μουσική του καναδέζικου κουαρτέτου είναι μία άλλη ιστορία: σπάνια θα συναντήσει κανείς έναν τέτοιο πλούτο ιδεών, αλλά μία τόσο έντονα δημιουργική προσέγγισή τους όπως στην περίπτωση των Ought.
Αυτό που τους κάνει να ξεχωρίζουν με τόση άνεση από το σωρό είναι ένας συνδυασμός παραγόντων που καθένας από μόνος του θα επαρκούσε να κάνει ευτυχισμένο οποιοδήποτε συγκρότημα: είναι καταρχάς η ερμηνεία αλλά και οι στίχοι του κιθαρίστα και τραγουδιστή Tim Darcy, που πραγματικά σε καθηλώνουν από την πρώτη ακρόαση. Η ιδιότυπη, βαρύτονη φωνή του που ισορροπεί ανάμεσα στο spoken word και στις ιδιότυπες μελωδίες του Tom Verlaine αλλά και του David Byrne, έχει χροιά που θυμίζει κάποιες φορές τον Mark E. Smith ή ακόμα και τον Lou Reed, όμως ο Darcy είναι πιο «μουσικός», αλλά συχνά και πιο συναισθηματικός, ιδίως σε σύγκριση με τον πρώτο. Είναι ακόμη τα κιθαριστικά μέρη του δίσκου, που πράγματι φιλτράρουν με εντυπωσιακό τρόπο το Marquee Moon και το Day Dream Nation, χωρίς όμως να μοιάζουν απόλυτα με κανέναν από τους δύο δίσκους, ισορροπώντας εξαιρετικά ανάμεσα στον (ελεγχόμενο) θόρυβο και την τεχνική. Είναι τέλος ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο τα κομμάτια τους δομούνται και εξελίσσονται. Συχνά ακούει κανείς στον δίσκο τα μουσικά θέματα να εναλλάσσονται, χωρίς όμως να έχεις την αίσθηση του φορτωμένου, πολύ περισσότερο της αλλαγής που «στήνεται» με τέτοιον τρόπο, ώστε να αναγκάσει, σχεδόν, τον ακροατή να γυρίσει το κεφάλι. Όλα γίνονται με τρόπο φυσικό, σαν να είναι η πλέον λογική εξέλιξη του κομματιού και ας μην είναι πάντα. Το ίδιο συμβαίνει συχνά στις φωνητικές μελωδίες, που από στροφή σε στροφή και από ρεφραίν σε ρεφραίν μεταλλάσσονται, διαφοροποιούνται, χωρίς να ξεφεύγουν όμως από το βασικό τους θέμα. Αν κάτι είναι βέβαιο, αυτό είναι ότι ο συγκεκριμένος δίσκος δεν σε κάνει να βαρεθείς. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει: κάθε ακρόαση σου αποκαλύπτει πράγματα που σου είχαν διαφύγει, που είχες παραβλέψει.
Επιτομή σχεδόν όλων των παραπάνω αποτελεί το κεντρικό κομμάτι του δίσκου Beautiful Blue Sky, όπου ο Darcy μας προσφέρει μερικούς από τους καλύτερους στίχους του και σίγουρα την καλύτερη ερμηνεία του, όλα αυτά με τη συνοδεία εξαιρετικών κιθαριστικών περασμάτων, που παραπέμπουν περισσότερο από οποιοδήποτε κομμάτι του δίσκου στους Television. Ο Darcy με ένα μίγμα σαρκασμού και απογοήτευσης παρουσιάζει σκόρπιες εικόνες («War plane/Condo Oil/freighter/New development») και καθημερινές συζητήσεις («Well, how's the family? / How's your health been?/Fancy seeing you here /Time and off again,/Beautiful weather today/ How's the church?/How's the job? /How's the family?»). για να εκφράσει την κούρασή του από για όλα αυτά στο ρεφραίν: “I'm no longer afraid to die/Cause that is all that I have left”. Ο Darcy όμως δεν είναι ακόμη ένας γραφικός δήθεν εν δυνάμει αυτόχειρας: δηλώνει απλώς την απέχθειά του για τις κοινωνικές συμβάσεις και την απογοήτευσή του για την επικράτηση των ανούσιων έναντι των ουσιαστικών («It's all that we have, it's all that we have/ Just that and the big, beautiful blue sky»).
Γύρω από αυτές τις ιδέες περιστρέφεται στην πραγματικότητα όχι μόνο στιχουργικά αλλά και μουσικά ολόκληρος ο δίσκος, ο οποίος δεν εξαντλείται, φυσικά, στο προαναφερόμενο κομμάτι (το οποίο πάντως είναι κατά την άποψή μου από τα καλύτερα που έχω ακούσει την δεκαετία που τρέχει). Το ακριβώς αντίθετο ισχύει: Κανένα από τα οκτώ κομμάτια του δίσκου δεν είναι κατώτερο του πολύ καλού. Αξίζει πάντως να αναφερθεί κανείς στο εναρκτήριο Men For Miles που παρουσιάζει έντονη την επιρροή των Sonic Youth, το μελωδικό Passionate Turn αλλά και το On The Line με τις εντυπωσιακές αλλαγές και τον Darcy να τραγουδά κάποιους ερωτικούς στίχους σαν γνήσιος επίγονος του Lou Reed που (και αυτός) είναι. Μέσα σε αυτό το εντυπωσιακό σύνολο, η απουσία τυπικών singles μάλλον θετικά λειτουργεί: η δύναμη των Ought είναι ακριβώς η δημιουργική ελευθερία που έχουν επιφυλάξει για τον εαυτό τους. Και αυτή θα ήταν τουλάχιστον λάθος να μπει σε καλούπια.
Καταλήγω όπως περίπου ξεκίνησα. Δεν θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερη στιγμή να δούμε αυτό το εξαιρετικό σχήμα στα μέρη μας. Αν η απόδοσή τους στο live πλησιάζει έστω και λίγο αυτό που ακούμε στο Sun Coming Down, θα μιλάμε για μία φοβερή συναυλία.
8.5/10
