Οι Hurts τράβηξαν την προσοχή μου εκεί στις αρχές της δεκαετίας για τρεις λόγους. Πρώτον, για το noir image τους που θύμιζε νεορομαντικές μπάντες του παρελθόντος. Δεύτερον, διότι είναι από το Manchester (συγχωρήστε μου την αδυναμία σχετικά με ό, τι προέρχεται από το Manchester) και μάλιστα το ντουέτο των Theo Hutchcraft και Adam Anderson γνωρίστηκε έξω από το θρυλικό indie club της πόλης 42nd Street. Τρίτον, διότι το single Wonderful Life παιζόταν παντού, σε ραδιόφωνα, καταστήματα ρούχων και super markets. Διόλου τυχαία, το πρώτο άλμπουμ των Hurts με τίτλο Happiness έγινε τεράστιο hit στην Ελλάδα, όπου σκαρφάλωσε στο νούμερο 1 των ξένων άλμπουμ (περιέργως το μοναδικό νούμερο 1 του συγκροτήματος σε όλο τον κόσμο).
Ο συνδυασμός του στυλιζαρισμένου look τους (με τόνους ζελέ, ακριβείς χωρίστρες και «παγωμένες» πόζες) με το μίγμα early 80s synth pop συν ολίγη από 90s boy bands τους χάρισε εκατομμύρια πωλήσεις, κυρίως στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη όπου τέτοιου τύπου υπερφίαλα πράγματα πουλάνε ιδιαίτερα. Ο δεύτερος δίσκος τους, το Exile του 2013, ήταν ένα βήμα προόδου για τη μπάντα, με τους Hurts να δανείζονται πολλά στοιχεία από την επική, bluesy pop των Depeche Mode στο Songs of Faith and Devotion. Όμως η «ποιοτική» αυτή στροφή του συγκροτήματος έριξε ελαφρώς τις πωλήσεις, γεγονός που προφανώς τους επηρέασε στο πώς θα σχεδίαζαν τον επόμενο δίσκο τους.
Πιθανολογώ ότι οι Hurts σκέφτονται περισσότερο ως επιχειρηματίες και λιγότερο ως καλλιτέχνες (πράγμα διόλου περίεργο, διότι αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στις μέρες μας). Έτσι αποφάσισαν κυνικά να ξεφορτωθούν ό,τι ποιοτικό διέθετε ο ήχος τους και να φτιάξουν έναν απολύτως mainstream δίσκο με σκοπό να απευθυνθούν σε πλατιά ακροατήρια. Προσέλαβαν γι’ αυτή τη δουλειά τον Stuart Price, γνωστό από τη δουλειά του με τη Madonna, τους Pet Shop Boys και τους Killers, και τον Ariel Rechtshaid που έχει δουλέψει με τις Haim και τους Vampire Weekend.
Στο Surrender οι Hurts αποδεικνύουν ότι είναι μια γνήσια μπάντα του Manchester. Για κακή μας τύχη όμως δεν πρόκειται για το Manchester των Smiths, των New Order ή των Stone Roses και των Happy Mondays, αλλά για αυτό των …Take That. Πράγματι, από την πρώτη νότα του ομώνυμου Surrender που αποτελεί μια επώδυνη ψευδο-gospel άσκηση ενός λεπτού μέχρι και την τελευταία της απελπιστικά ανιαρής μπαλάντας Policewoman πλανιέται το φάντασμα του Gary Barlow και του Robbie Williams στα χειρότερά του. Έχει κανείς την εντύπωση ότι το ντουέτο μπήκε σε ένα πλυντήριο όπου κάθε «σκοτεινή», εναλλακτική πτυχή τους ξεπλύθηκε στους 90 βαθμούς και βγήκε από εκεί αστραφτερό και πεντακάθαρο για να πουληθεί στις μάζες. Και είναι πράγματι κρίμα, διότι μέσα στον βαρετό συρφετό των 13 κομματιών μπορεί κανείς να βρει ψήγματα του ταλέντου τους, όπως πχ στο ευφορικό euro pop Nothing Will Be Bigger than Us που μοιάζει βγαλμένο από το Night Life των Pet Shop Boys, στo Lights που αποτελεί μια ενδιαφέρουσα lounge/easy listening απόπειρα, στην επική μπαλάντα Slow που είναι ό, τι πιο κοντινό στο μουσικό τους παρελθόν και στο μινιμαλιστικό Weight of the World.
Χρειαζόμαστε καλές mainstream μπάντες. Διότι όταν η mainstream pop είναι καλή (όπως ήταν σε μεγάλο βαθμό στα 80s) οι εναλλακτικές μπάντες είναι ακόμη καλύτερες. Χρειαζόμαστε, επίσης, μπάντες που φλερτάρουν και με το μαζικό και με τον εναλλακτικό χώρο, διότι βοηθούν ένα mainstream κοινό να έρθει σε επαφή με πιο ιδιαίτερα ακούσματα. Οι Hurts θα μπορούσαν να είναι μια τέτοια περίπτωση, μιμούμενοι την εξέλιξη συγκροτημάτων όπως οι Coldplay, οι Keane, ή πιο πρόσφατα οι Chvrches που σε πολλές περιπτώσεις παίρνουν τα καλά και από τους δύο κόσμους. Με τον τρίτο τους δίσκο όμως οι Hurts αποφάσισαν να αφήσουν τη μία βάρκα και να πατήσουν στην άλλη. Σε ένα παλιότερο άρθρο για τη μπάντα είχα διαβάσει το σχόλιο ότι είναι “style over substance”. Το Surrender αποδεικνύει ότι τελικά έχασαν και τα δύο.
4/10
