Δεν θα λέγαμε πως σπανίζουν στην εποχή μας οι μετακλήσεις ξένων ονομάτων που ανήκουν στον ευρύτερο - ή καλύτερα, ευρύτατο... - χώρο της jazz, σίγουρα όμως έχουν περιοριστεί σε σχέση με το παρελθόν. Από την άλλη, η εγχώρια σκηνή ανθίζει με μικρά κυρίως live σε μικρούς χώρους. Οι Mammal Hands δεν ανήκουν, φυσικά, στην ελληνική σκηνή ούτε δρουν μέσα σε αυτή, προερχόμενοι από το Norwich της Αγγλίας, μια πόλη με εξέχουσα θέση στην Αγγλική ιστορία της τέχνης, και δρώντας μέσα στους δρόμους του πριν εξελιχτούν σε αυτό που είναι σήμερα. Όμως στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν μας αποκάλυψαν τις Κυπριακές ρίζες των αδερφών Smart, που απαρτίζουν τα ⅔ του βασικού πυρήνα της μπάντας, οπότε υπάρχει ένας ενδιαφέρων συσχετισμός της μπάντας με τη χώρα μας. Οι αναζητήσεις της μπάντας στις παραδόσεις άλλων χωρών για έμπνευση μπορούν εν μέρει να αποδοθούν και σε αυτήν την καταγωγή.
Στο φιλόξενο Κρεμλίνο δεν είχε τύχει να ξαναπάω στην τωρινή του μορφή. Βέβαια ο χώρος μου ήταν οικείος, καθώς εκεί στεγαζόταν το Passport πριν μεγαλώσει και μεταφερθεί στον Κεραμεικό, ενώ ακόμη παλαιότερα έβλεπα ταινίες εκεί όταν βρισκόταν το θρυλικό Χάι-Λάιφ και το μικρό αδερφάκι του, το Χάι-Λάιφ Στούντιο, το οποίο συνενώθηκε με το κυρίως κτίριο για τη δημιουργία του συναυλιακού χώρου. Κάποιες καρέκλες θεατών έχουν απομείνει για να θυμίζουν την παλιά χρήση του χώρου και σε μία από αυτές προτίμησα να κάτσω μέχρι να μετακινηθώ προς τα μπρος για τις κατάλληλες φωτογραφίες. Δεν είχε ανακοινωθεί κάποιο support group, οπότε οι τρεις Mammal Hands βγήκαν στην σκηνή χωρίς άλλη υποστήριξη - μόνο ένα σύντομο σβήσιμο των φώτων του χώρου “μαρτύρησε” και προλόγισε την είσοδό τους στην σκηνή.
Το ξεκίνημα έγινε με το Solitary Bee από το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, Shadow Work - μία απαλή σύνθεση, ιδανική για εισαγωγή σε κάποιες από τις αρετές που τους ξεχώρισαν (και τους έφεραν εδώ κιόλας). Ο Nick Smart αγγίζει με απαλότητα τα πλήκτρα του πιάνου του, όμως δεν αργεί να ξεκινήσει να πειράζει το ορθανοιχτό εσωτερικό του πιάνου για να πετύχει τον ήχο που επιθυμεί. Ο drummer Jesse Barrett διαχειρίζεται κατά βάση τα ντραμς αλλά και το σετ κρουστών που έχει τοποθετήσει παραδίπλα, με αξιοθαύμαστη ευαισθησία. Και αν φέρονται ισότιμα στις συνθέσεις τους, πρωταγωνιστής της μπάντας είναι το τενόρο σαξόφωνο του Jordan Smart - ενίοτε και το σοπράνο, το οποίο έβγαινε κατά περίπτωση από την προθήκη του. Πρωταγωνίστησε όχι μόνο εξαιτίας του εκ φύσεως ισχυρότερου ήχου του οργάνου, αλλά και χάρη στις συνθέσεις που ένιωθα πως κατά κύριο λόγο είναι γραμμένες για να αναδειχθεί η χροιά του, αλλά και το παίξιμο του Jordan, κυρίως μελωδικό, αλλά και με έφεση στον αυτοσχεδιασμό όταν αυτός έπρεπε να λάβει χώρα. Με setup πεταλιέρας (ναι!) που συναγωνιζόταν αντίστοιχα των post-rock κιθαριστών, ο Jordan Smart φανέρωνε την ερευνητική του διάθεση στον ήχο που ήθελε να πετύχει, δένοντας παράλληλα “κόμπο” το όργανό του, χωρίς όμως και τις υπερβολικές ακροβασίες που συνήθως συνεπάγεται μια επίδειξη τεχνικής.
Όσο βέβαια εκθειάζουμε την ευαίσθητη, την ήρεμη πλευρά της μπάντας, άλλο τόσο πρέπει να γίνει λόγος για την πιο θορυβώδη. Μην φαντάζεστε βέβαια κολασμένες παραμορφώσεις, αφού για τους τζαζίστες - ακόμη κι αν εκείνοι ξεκίνησαν από το δρόμο - σημαντικότερη ποιότητα δεν θεωρείται η δύναμη. Ήδη στο κλείσιμο του Hillum οι εντάσεις ανέβηκαν επικίνδυνα, για να επανέλθουν αμέσως μετά μέσα σε χειροκροτήματα από το σοβαρό αλλά ενθουσιώδες στις αντιδράσεις του (μετά το κομμάτι, εννοείται) κοινό. Κάπως έτσι συνεχίστηκε και στα Black Sails και Kandaiki, κομμάτια τα οποία φαίνονταν σχετικά πιο αναγνωρίσιμα στο κοινό. Υποθέτω βέβαια πως δεν χρειαζόταν να γνωρίζει κανείς απ΄έξω το υλικό των Mammal Hands ώστε να μπει στο κλίμα της συναυλίας αλλά και της μπάντας. Η μουσική τους είναι φτιαγμένη χωρίς μακροσκελείς εισαγωγές, με άμεσες μελωδίες που δεν χρειάζεται να έχεις σπουδάσει τριάντα χρόνια μουσική για να κατανοήσεις, με ταχείες αναπτύξεις που ενίοτε εμπεριέχουν ή καταλήγουν σε κρεσέντο από τους τρεις μουσικούς, “γεμάτος” και ζεστός ήχος - στοιχεία που μπορούν να καταστήσουν άμεσα οικείο το υλικό τους και σε αυτιά λιγότερο εκπαιδευμένα σε τεχνικά ακούσματα. Εξάλλου κάπως έτσι δεν έγιναν πιο “κοινά” ονόματα οι Esbjorn Svensson Trio, o Brad Mehldau ή οι Portico Quartet (απλή αναφορά σχετικών ονομάτων στα οποία φέρνουν ενίοτε οι Mammal Hands);
Η επικοινωνία της μπάντας με το κοινό υπήρξε ελάχιστη, κυρίως δια στόματος του Nick Smart ο οποίος ελάχιστες φορές απευθύνθηκε στο κοινό για να το ευχαριστήσει ή προλογίσει το επόμενο κομμάτι. Δεν χρειαζόταν λεκτικά κάτι παραπάνω, πάντως. Ο βασικότερος δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ συγκροτήματος και κοινού επετεύχθη μέσω της μουσικής και ήταν αυτή που “εξανάγκασε” το χειροκρότημα που επανέφερε τους Mammal Hands στην σκηνή για ένα ακόμη κομμάτι, το Tiny Crumb που, για την ιστορία, κλείνει και το ντεμπούτο τους. Το κοινό του Πειραιά αντάμειψε τους τρεις μουσικούς με ακόμη ένα δίκαιο χειροκρότημα στην τελική υπόκλιση και αποχώρησή τους και εμείς φύγαμε από το Κρεμλίνο λίγο πιο ευγενείς από ότι φτάσαμε και με ένα μεγαλύτερο χαμόγελο.
Setlist:
Solitary Bee
Hillum
Black Sails
Kandaiki
Kudu
Straight Up Raining
Wringer
Quiet Fire
Transfixed
Boreal Forest
------------------
Tiny Crumb
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής