Print this page
Κυριακή, 27 Ιουλίου 2014 21:46

Live review: Warlord @ Κύτταρο, 21/7/2014

Written by 

Η συναυλία, η ζωντανή απόδοση της ηχογραφημένης μουσικής, αποτελεί κατά τον γράφοντα την πεμπτουσία της. Διευκρινίζεται ότι μιλάμε για εμπορική μουσική, μουσική δηλαδή η οποία έχει καταγραφεί σε ηχητικά μέσα αποθήκευσης, αποτελώντας πλέον (μαζί με το σχετικό marketing που ο κάθε καλλιτέχνης επιλέγει) εμπορεύσιμο προϊόν, το οποίο μπορεί υπό ιδανικές συνθήκες να διατελέσει βιοποριστικό παράγοντα για τον καλλιτέχνη. Η σύλληψη ήχων, η τοποθέτησή τους σε μία σειρά για την δημιουργία μίας σύνθεσης, η επιλογή των μουσικών οργάνων που θα ενορχηστρώσουν την διαμορφωμένη ιδέα, είναι η αρχή, αλλά δεν είναι το Άπαν. Η ψυχή ενός τραγουδιού αποτυπώνεται στη ζωντανή εμπειρία. Και εκεί οι απαιτήσεις αυξάνονται. Θα χρειαστεί να αποδοθεί η σύνθεση πιστά στην ηχογραφημένη εκδοχή της, ή να διασκευαστεί, κατά κάποιον τρόπο, ώστε να ταιριάξει στα τεχνικά δεδομένα (συνήθως περιορισμοί και λιγότερες φορές ευκολίες) που εκ των πραγμάτων περιλαμβάνονται σε ένα συναυλιακό event; Η συναυλία μπορεί να αναδείξει μία μουσική δημιουργία και να την εξυψώσει, μαζί με την ομάδα μουσικών που την εκτελεί, σε μυθικά επίπεδα, αλλά με την ίδια ευκολία μπορεί να τους ρίξει στα Τάρταρα της ανυποληψίας και, τελικά, της λήθης.

Υπάρχουν πολλοί μουσικοί, μάλλον η πλειοψηφία, που θεωρούν την εμπειρία ενός live ζωτική για τον οργανισμό τους – αλλά και κάποιοι που, αν είχαν την δυνατότητα, δεν θα έπαιζαν ζωντανά ποτέ. Ειδικά την τελευταία δεκαετία, που η προσφορά μουσικής είναι αυξημένη, οι πωλήσεις έχουν πέσει κατακόρυφα και ο κόσμος ακόμη γελάει με τα αστεία ποσοστά που δίνουν στους μουσικούς τα streaming services, οι μουσικοί «αναγκάζονται» να παίζουν ζωντανά μπροστά σε κοινό, πέρα από την όποια ματαιοδοξία φέρει ο κάθε ένας, για πρακτικούς λόγους: η συναυλία δίνει την δυνατότητα στον μουσικό να εξάγει κάποιο απτό κέρδος από την ενασχόλησή του (ας μην το καλέσουμε «δουλειά», προς το παρόν). Ο ρομαντισμός χωράει δυσκολότερα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ακόμη και αν ο καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη την τέχνη του για να βιοποριστεί.

Η συναυλία των Warlord της 21ης Ιουλίου 2014 στο φιλόξενο Κύτταρο έχει άμεση σχέση με τις σκέψεις των δύο πρώτων παραγράφων – διαβάστε ως το τέλος για ποιους λόγους. Άγνωστο ποια ήταν η ολοκληρωμένη ιστορία πίσω από αυτήν, αλλά οι δημοσιευμένες λεπτομέρειες έχουν ως εξής: Οι συναυλίες των Warlord στην Ελλάδα για το 2014 έχουν ήδη ανακοινωθεί, τα εισιτήρια σχεδόν έχουν ξεπουληθεί, και ο Bill Tsamis διακηρύττει μέσω του λογαριασμού του στο facebook την επιστροφή των Warlord πολύ σύντομα για κάποια συναυλία, ακόμη και χωρίς αντίτιμο, ως ευχαριστήριο δώρο για την στήριξη που παρέχουν εδώ και πολλά χρόνια οι Έλληνες οπαδοί. Δεν περνούν πολλές μέρες από εκείνη την ανακοίνωση-teaser, και ο Tsamis ανακοινώνει πως εκείνη η συναυλία όντως θα πραγματοποιηθεί, αλλά θα έχει εισιτήριο ως οικονομική βοήθεια για την Μαρία Κολοκούρη (Tristessa), μέλος των all-female black metallers Astarte. Ως άνθρωπος που έχει περάσει πολύ σοβαρά θέματα υγείας, ευαισθητοποιήθηκε από την περιπέτεια της Μαρίας και μετέτρεψε την συναυλία-δώρο στους οπαδούς σε ένα φιλανθρωπικό event. Και όλα αυτά, μόλις δύο εβδομάδες μετά το τελευταίο τους live στην Αθήνα και με ελάχιστη επιβάρυνση για τους οπαδούς τους, που θα είχαν την πολυτέλεια να δουν ένα πολυαγαπημένο ξένο (παρά τις ελληνικές ρίζες του ηγέτη Tsamis) συγκρότημα για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες. Τίμια κίνηση νούμερο 1, και φυσικά καλύτερη. Το Κύτταρο φυσικά και γέμισε από κόσμο, οι οποίοι αγόρασαν και παρέλαβαν κανονικό τυπωμένο εισιτήριο (ούτε χαρτί Α4, όπως έχει τυποποιηθεί τελευταία, ούτε απλή απόδειξη, ούτε κάποιο άλλο μέσο με μειωμένο τον χαρακτήρα του memorabilis που θα έπρεπε να έχει, πέρα από απλό αποδεικτικό πληρωμής και απόκομμα με στόχο τον έλεγχο στην είσοδο) – τίμια κίνηση νούμερο 2.

Ο Νικόλας Λεπτός – εκ Κύπρου ορμώμενος τραγουδιστής των Arryan Path – επιβλήθηκε ακριβοδίκαια ως ο αξιότερος επόμενος Damien King (για όσους έχουν κενά στο μάθημα της underground μεταλλικής ιστορίας, με αυτό το κοινό όνομα καλούνταν οι τραγουδιστές των Warlord στην πορεία τους στα ‘80s). Εντυπωσιακή φωνή που δεν προβληματίζεται σε κανένα σημείο, κινούμενος με άνεση σε χαμηλές και υψηλές συχνότητες, πειστική ερμηνεία που μεταφέρει αυτούσια την αυθεντική ατμόσφαιρα των Warlord - η παρουσία του ίσως θα μπορούσε να ήταν πιο δυναμική, λιγότερο στατική και με μεγαλύτερη προσοχή στο performance στα άδεια από φωνητικά σημεία των κομματιών, αλλά φαντάζομαι πως ούτε εκείνος θα ήθελε να στρέψει επάνω του τους προβολείς και να αυτοαναχθεί σε πρωταγωνιστή, και μόνο ως βήμα σεβασμού προς τους Tsamis και Zonder. Διότι σιγά μην έδωσε σχετική εντολή ο (υπερβολικά χαμηλών τόνων) Tsamis…

…ο οποίος Tsamis φαινόταν να βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη φόρμα από το 2013. Τότε μπορεί μεν να ήταν, όπως και τώρα, εκτελεστικά άψογος, αλλά όταν απευθυνόταν από μικροφώνου στο κοινό του Gagarin, έμοιαζε πως θα καταρρεύσει από την σωματική κούραση. Η επάνοδος των Warlord στο προσκήνιο και, κυρίως, η έντονη αποδοχή τoυ από το κοινό που στηρίζει ακόμη το παραδοσιακό heavy metal, μοιάζει να τον έχει ξαναζωντανέψει. Φυσικά τα προβλήματα υγείας του παραμένουν (όπως και η χρόνια άσχημη υγεία της γυναίκας του – ας μην παραβλέπουμε τον ψυχολογικό παράγοντα) και δεν αποκρύπτονται από την όψη του, αλλά η θέληση ενός τέτοιου ανθρώπου να συνεχίζει ακούραστα να παίζει κιθάρα για σχεδόν δύο ώρες επάνω στην σκηνή, σε ζεστή (και θερμοκρασιακά, πέρα από την ανθρώπινη ζεστασιά) ατμόσφαιρα, με τον ιδρώτα να τρέχει ασταμάτητα από το μέτωπό του, γίνεται αντικείμενο σεβασμού και δεν μπορεί να υποτιμηθεί και να βγει από την εξίσωση. Ο ογκόλιθος Mark Zonder πρόσφερε δωρεάν μαθήματα πίσω από τα drums, με αντικείμενο «πώς να συνδυάσετε μερικούς απλούς ρυθμούς και να τους συνδυάσετε/εμπλουτίσετε με φαντασία». Η φαντασία όμως δεν διδάσκεται: το υπέροχο πέρασμα (με cowbell!) στο Killzone, που θύμισε αντίστοιχα σημεία στο Still I’m Sad των Rainbow, βρισκόταν πολύ μακριά από την heavy metal ανάγνωση ενός drum track – κι όμως ταίριαζε απόλυτα με την ατμόσφαιρα του κομματιού. Δύσκολα κάποιος drummer κατορθώνει να κλέψει την παράσταση κρατώντας τόσο χαμηλό image όπως εκείνος.

 

Το ίδιο διασκέδαζαν τη συναυλία και οι live session μουσικοί που πλαισιώνουν φέτος τους Tsamis/Zonder/Leptos. Ο Gary Wehrkamp, παρότι στους Shadow Gallery παίζει κιθάρα και πλήκτρα (εννοείται πως στελεχώνει και την «χορωδία» τους μαζί με τα υπόλοιπα μέλη), στους Warlord κλήθηκε να παίξει το… μπάσο, στο οποίο αναμενόμενα τα κατάφερε άψογα. Μαζί με τον κιθαρίστα Paolo Viani συνέθεσαν ένα δίδυμο που, όχι μόνο απέδιδε εξαιρετικά, αλλά και ευχαριστιόταν κάθε στιγμή του live, ιδρώνοντας παράλληλα τη φανέλα – κυριολεκτικά. Όσο για τον γενειοφόρο Άγγελο Βαφειάδη, που βρισκόταν και πάλι πίσω από τα live πλήκτρα, τι να πούμε περισσότερο… ο άνθρωπος ζει για άλλη μία φορά το όνειρό του ευρισκόμενος στη σκηνή παίζοντας με μουσικούς που τους έχει είδωλα (δεν μπορώ να γνωρίζω κατά πόσο όντως ισχύει αυτό, αλλά η ενθουσιώδης συμπεριφορά του μόνο αυτό δείχνει!).

Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η καλή διάθεση των μουσικών – οι οποίοι βρέθηκαν σε οικείο περιβάλλον και, περισσότερο άνετοι, είχαν την ευκαιρία συν τοις άλλοις να το ευχαριστηθούν, απαλλαγμένοι από τις όποιες «επαγγελματικές» συμβατικές υποχρεώσεις. Πρέπει αντίθετα να τονιστεί πως έπαιξε βασικό ρόλο που το feeling που περνούσε προς τα έξω προκαλούσε ανατριχίλες σε όσους ήταν έστω και ελάχιστα εξοικειωμένοι με την αίσθηση της μουσικής των Warlord. Υποθέτω, φυσικά, πως μετά από μία εμφάνιση τέτοιας ποιότητας και ενέργειας, το συγκρότημα θα δημιούργησε κάποιους ακόμη φανατικούς ακόλουθους. Το σετλίστ δεν έχει σημασία (για λόγους πληρότητας, διαβάστε το στην κατηγορία Media λίγο παρακάτω) – άλλωστε μιλάμε για ένα γκρουπ τριών άλμπουμ (ας μετρήσουμε σε αυτά και τα δύο Lordian Guard, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις επικαλύπτονται από τις εκτελέσεις στα μεταγενέστερα άλμπουμ των Warlord) και του ενός EP, οπότε εν γένει οι επιλογές είναι περιορισμένες, αλλά και ιδιαίτερα αγαπημένες στους οπαδούς του γκρουπ. Τα κομμάτια του νεότερου Holy Empire έχουν γίνει πλέον κτήμα και του νεότερου οπαδού των Warlord, έτσι οι αντιδράσεις ήταν έντονες σε ολόκληρη τη συναυλία. Μία συναυλία που γινόταν για φίλους και οπαδούς – γι’ αυτό ο μάνατζέρ τους, Phoebus Dokos, τραγούδησε το υμνικό μέρος στο τέλος του Winds Of Thor. Ακόμη κι όταν οι κιθάρες «φιμώθηκαν» στο τέλος του Lost And Lonely Days, για να επανέλθουν μετά από δυο κομμάτια, δεν πτοήθηκε κανείς. Το κοινό συνόδευε τα χορωδιακά σόλο των κιθάρων, τραγουδούσε μαζί με τον Λεπτό τους περισσότερους στίχους, σήκωνε ψηλά την γροθιά στο άκουσμα ασμάτων όπως – εντελώς ενδεικτικά – Deliver Us From Evil, Winter Tears (αφιερωμένο σε έναν οπαδό του γκρουπ που βρισκόταν εκείνη τη μέρα στο Κύτταρο), Child Of The Damned και Black Mass. Κάποιοι πιστοί οπαδοί δυσκολεύονταν ακόμη να πιστέψουν πως έβλεπαν την αγαπημένη τους μπάντα δύο φορές μέσα σε λίγες ημέρες, χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθούν από τον τόπο διαμονής τους.

Υποσχέθηκα πως οι δύο πρώτες παράγραφοι αυτού του κειμένου σχετίζονται άμεσα με το παρουσιαζόμενο δρώμενο. Ο λόγος, τελικά, προφανής: η συγκεκριμένη συναυλία κατέχει αξιοζήλευτη θέση μεταξύ μίας επίλεκτης ομάδας συναυλιών που είχα την ευτυχία να παραβρεθώ – τις ειλικρινέστερες στις προθέσεις και ταυτόχρονα τιμιότερες στην τελική εκτέλεση.

 

Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

 

Μιχάλης Κουρής

 

 

Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.

Website: www.soundgaze.gr

Latest from Μιχάλης Κουρής

Related items

Media