Συνολικά τα στούντιο άλμπουμ των Sigur Rós είναι επτά, καθένα από τα οποία θα δούμε παρακάτω σε μια σύντομη ανάλυση.
1. Von (1997)

Η λέξη Vοn στα Ισλανδικά σημαίνει «Ελπίδα». Μάλλον ο ιδανικότερος τίτλος για το πρώτο άλμπουμ τριών νεαρών παιδιών (“Jonsi” Birgisson, Georg Holm, και ο αρχικός ντράμερ Ágúst Ævar Gunnarsson) που ξεκινούσαν την πορεία τους από την… άκρη της γης χωρίς να ξέρουν που πάνε... Το γεγονός ότι οι τρείς τους βοηθούσαν στο βάψιμο του στούντιο με αντάλλαγμα χρόνο για να το χρησιμοποιούν, σίγουρα κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την ιστορία αυτού του εναρκτηρίου λακτίσματος της καριέρας τους.
Ακούγοντας το δίσκο ξανά, χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, συνειδητοποιώ ότι αυτό που έκαναν στην ουσία οι Sigur Rós εδώ ήταν να καταγράψουν αυτά που έβλεπαν γύρω τους, αυτά που η μοναδική φύση της Ισλανδίας τους έδινε στο πιάτο ως έμπνευση. Όλα δοσμένα μέσα από ατόφιο rock, post rock και ambient ηχητικά περιβάλλοντα αλλά και με πολλές ματιές στο shoegaze, που τότε ήταν ένα δυνατό μουσικό ρεύμα. Φυσικά πρόκειται για τον πλέον ακατέργαστο ήχο της καριέρας τους, με τη λιγότερο «προσεγμένη» παραγωγή, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό, καθώς οι ήχοι αποτυπώθηκαν χωρίς φτιασιδώματα, αληθινοί, ειλικρινείς και αυθόρμητοι. Η γη βρυχάται κάτω από τα πόδια τους και η δύναμη της φύσης εκφράζεται με κάθε λογής τρόπο, όπως καταρράκτες με τεράστια υδάτινη δύναμη, απίστευτες βροχές, αδάμαστα κύματα που σκάνε πάνω στα μαύρα ηφαιστιογενή βράχια των Ισλανδικών παραλιών, ηφαίστεια που διαμορφώνουν και αλλάζουν το τοπίο γύρω τους. Όλα αυτά συνδυασμένα με ένα λαό απομονωμένο, ιδιαίτερο, παράξενο και μαθημένο να επιβιώνει στις δύσκολες συνθήκες έχοντας ως σημαντική διέξοδο τις τέχνες, αλλά και τη δημιουργία μύθων. Νεράιδες, φαντάσματα, ξωτικά, μυστήρια όντα και τέρατα που κατοικούν σε δυσπρόσιτα σημεία. Όλα αυτά μεταμορφώθηκαν σε νότες και έφτιαξαν το Von.
Το εναρκτήριο Sigur Rós φροντίζει απευθείας να εντάξει τον ακροατή στο απόκοσμο, στοιχειωμένο περιβάλλον του δίσκου. Το ότι θα έπρεπε στο μέλλον να αναφέρεις αρκετά διαφορετικά μουσικά είδη για να προσδιορίσεις τον ήχο τους το αντιλαμβάνεται καλά κάνεις με τα Hún Jörð, Von, Rukrym. Πανέμορφο και μελωδικότατο το shoegaze κομψοτέχνημα Myrkur. Φοβερή ακατέργαστη δύναμη, χωρίς ίχνος διάθεσης να στρογγυλέψουν τις γωνίες. Κορυφαία στιγμή είναι το δώδεκα λεπτών Hafssól που αποτελεί και συχνό highlight στα live τους. Το Von είναι σα να υπήρχε πάντα κλεισμένο σε μια σπηλιά στο νησί, και απλά περίμενε κάποιον να το απελευθερώσει. Χαρακτηριστικό του άλμπουμ ως προς τις πωλήσεις είναι ότι στην αρχική του έκδοση πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Η επιτυχία όμως του επόμενου άλμπουμ ήταν αυτή που εκτίναξε τις πωλήσεις του και οδήγησε σε πολλές επανεκδόσεις. Προσωπικά δεν το θεωρώ το κορυφαίο τους έργο, αλλά μπορώ πολύ εύκολα να αντιληφθώ τους λόγους για τους οποίους κάποιος θα το έκρινε ως τέτοιο.
# 2 τραγούδια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας: Hafssól, Myrkur
7,5/10
2. Agaetis Byrjun (1999)

Τo Agaetis Byrjun αποτελεί το δεύτερο άλμπουμ στην καριέρα των Sigur Rós. Συνήθως λέμε ότι η δεύτερη δουλειά είναι η δυσκολότερη για ένα συγκρότημα, αφού μπορεί να το καθιερώσει ή να το βγάλει από το χάρτη. Μόνο δύσκολο όμως δεν αποδείχθηκε για τους Ισλανδούς αφού ήταν και αυτό που κατάφερε να εκτοξεύσει την καριέρα τους, κάνοντας τους γνωστούς πέρα από τα στενότατα υδάτινα σύνορα της χώρας τους. Ο μουσικός τύπος άρχισε να τους αντιμετωπίζει σοβαρά, οι πωλήσεις του άλμπουμ ήταν πολύ σημαντικές αλλά ταυτόχρονα αυτή η κυκλοφορία συμπαρέσυρε και το πρώτο άλμπουμ, δημιουργώντας την ανάγκη για επανεκδόσεις. Θεωρείται πλέον από τα κορυφαία του post rock ήχου χωρίς κατά την άποψη μου να δικαιολογείται αυτή ακριβώς η κατηγοριοποίηση. Ο ήχος που ανέπτυξαν και καθιέρωσαν από αυτό το άλμπουμ και μετά, είχε μεν πολλές επιρροές και μπόλικη post rock χροιά όμως ταυτόχρονα ήταν και μοναδικός, σα να άνοιξαν το δικό τους, νέο και μοναχικό δρόμο συναισθηματικής, μελωδικής τελειότητας. Δε νομίζω δε, ότι είναι τυχαίος ο τίτλος που διάλεξαν, που στα Ισλανδικά σημαίνει «Καλή Αρχή».
Καλή αρχή για πολλά πράγματα, όπως το να γίνουν γνωστοί και εκτός Ισλανδίας. Σίγουρα όμως «καλή αρχή» για την έναρξη της συνεργασίας τους με τον Ken Thomas, τον πολύ γνωστό παραγωγό με απίστευτες συνεργασίες (Queen, D.Bowie, Wire μεταξύ άλλων) και μεγάλη γνώση του αντικειμένου. Με την εμπειρία του διέκρινε το τεράστιο ταλέντο και τις φοβέρες δυνατότητες που είχε ή μπάντα αλλάζοντας τη ζωή και την καριέρα τους για πάντα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δίσκου είναι ότι ο Jonsi τραγουδάει σε κάποια κομμάτια σε μια γλώσσα δικής του επινόησης, την Hopelandic, που αποτελείται από 12 συλλαβές, στην ουσία χρησιμοποιώντας τη φωνή του σαν ένα επιπλέον μουσικό όργανο.
Σημαντικός παράγων στη δημιουργία του άλμπουμ ήταν αναμφισβήτητα το γεγονός ότι στην αρχική τριάδα μελών προστέθηκε στα πλήκτρα και στον προγραμματισμό ο Kjartan "Kjarri" Sveinsson, του οποίου η πολυσύνθετη προσωπικότητα και οι multitasking ικανότητες επέδρασαν όχι μόνο στο άλμπουμ αυτό, αλλά και στην όλη πορεία της μπάντας μέχρι την αποχώρηση του το 2013.
Το αιθέριο μεγαλείο του Starálfur είναι ασφαλώς αυτό που ξεχωρίζει. Η φωνή του Jonsi βγάζει ακόμα παιδικότητα δίνοντας μία μοναδική αίσθηση αγνότητας στο κομμάτι. Το Svefn-g-englar είναι το post rock, όπως θέλησαν να το ορίσουν οι Sigur Rós. Βαθύ, βγαλμένο από τα έγκατα της μυστηριώδους γης της πατρίδας τους. Ένα κομμάτι που θύμιζε έντονα το ακατέργαστο και πιο αυθόρμητο ντεμπούτο τους. Σπουδαία στιγμή και το αργόσυρτο σπαρακτικό Flugufrelsarinn. Το Ný batterí είναι ένας διαπεραστικός, αβάστακτος πόνος με λυτρωτικό ξέσπασμα λίγο μετά τη μέση του κομματιού. Στο επικό Viðrar vel til loftárása έχουμε την πιο πλούσια ενορχήστρωση στο άλμπουμ με το ηλεκτρονικό βιολί και το τσέλο σε μεθυστική συμφωνία. Το Olsen Olsen είναι ένα από τα πλέον παραμυθένια κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ, με ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, που κολλάει για πάντα στο μυαλό, να κατακλύζει το κομμάτι. Το ομώνυμο του δίσκου αναδεικνύει τη συνθετική ικανότητα της μπάντας, με τα έγχορδα πάλι να ξεχωρίζουν.
Μετά την αρχική επιτυχία του δίσκου πολλά από τα τραγούδια χρησιμοποιήθηκαν ως soundtrack είτε σε ταινίες είτε σε πετυχημένες σειρές, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα, 17 χρόνια μετά. Αυτό φυσικά μεγαλώνει την αξία του άλμπουμ, αυξάνει τις πωλήσεις του και είναι ένας παραπάνω λόγος να μένει πάντα επίκαιρο.
Πρόκειται λοιπόν για μία ηχογράφηση τόσο καλή, που δύσκολα θα πόνταρε κάνεις ότι θα μπορούσαν να ξεπεράσουν. Κατά την άποψη μου το κατάφεραν και μάλιστα στην αμέσως επόμενη δισκογραφική τους προσπάθεια.
# 2 τραγούδια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας: Starálfur, Svefn-g-englar
8,5/10
3. ( ) - 2002

Το φυσιολογικό ενδεχομένως για τους Sigur Rós θα ήταν να επαναλάβουν τον ήδη ασυνήθιστο και πρωτοπόρο ήχο τους, πατώντας στο δρόμο που το Agaetis Byrjun άνοιξε. Άλλωστε την απίστευτη δύναμη και έμπνευση που έκλεινε μέσα του δύσκολα θα μπορούσαν να ξεπεράσουν. Τρία χρόνια μετά όμως κατάφεραν να διαψεύσουν και τον πιο αισιόδοξο από τους (ίσως όχι παρά πολλούς έως τότε) οπαδούς τους, γράφοντας ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της εποχής μας, το ( ), εξελίσσοντας τον ήχο τους και λειτουργώντας ακόμα πιο πειραματικά. Ίσως ένας λόγος της επιτυχίας να ήταν ότι κατάφεραν να βρουν ισορροπία σα μπάντα, αφού στο άλμπουμ αυτό έχουμε και την πρώτη εμφάνιση του νέου ντράμερ που αντικατέστησε τον Gunnarsson. Έτσι πλέον η σύνθεση του κουαρτέτου που από το 1999 μέχρι και το 2013 παρέμεινε ίδια, είναι Jonsi (φωνητικά, κιθάρα), Holm (μπάσο), Sveinsson (synths και προγραμματισμός) και στα τύμπανα ο Orri Páll Dýrason. Το άλμπουμ αυτό είχε και ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Ήταν το πρώτο που ηχογραφούσαν στο νέο, ιδιόκτητο στούντιο τους, στα βουνά απέναντι από το Ρέικιαβικ. Συγκεκριμένα, το στούντιο Sundlaugin βρίσκεται έξω από την πόλη Mosfellsbær, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα, στο χώρο όπου παλαιότερα υπήρχε μια πισίνα. Οι Sigur Rós αγόρασαν το χώρο και τον ανακατασκεύασαν, μετατρέποντας τον το 2000 σε ένα σύγχρονο στούντιο, δίπλα σε ποτάμι (για την ακρίβεια πάνω σε ποτάμι) και κυριολεκτικά μέσα στο δάσος. Τί πιο ιδανικό όταν μιλάμε για περιβάλλον εργασίας; Οι ίδιοι λένε μάλιστα πως εξαιτίας του βάθους που έχει ο χώρος λόγω της προηγούμενης χρήσης του, η ακουστική και ο ήχος που «δίνει» είναι μοναδικός. Το πρώτο ολοκληρωμένο δείγμα η παραγωγή και η μίξη του οποίου έγινε και πάλι από τον μύθο του είδους Κen Thomas, ήταν το ( ), που σίγουρα επιβεβαίωσε τα λεγόμενα τους.
Το άλμπουμ δεν έχει τίτλο μα απλώς δυο παρενθέσεις που κοιτάνε η μια την άλλη. Καθιερώθηκε να λέγεται Το Ανώνυμο ή Οι Δύο Παρενθέσεις. Το ίδιο ισχύει και για τα τραγούδια που τιτλοφορούνται “Άτιτλο1”(#untitled1), “Άτιτλο2” και ούτω καθ’εξής. Η επιλογή του να μην υπάρχουν ονόματα και τίτλοι ήταν ταιριαστή, αφού νοήματα δεν υπήρχαν ακριβώς επειδή και πάλι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα τραγούδια ήταν η σύλληψη του Jonsi, η Hopelandic. Έτσι, η φαντασία του ακροατή αφέθηκε ελεύθερη να πλάσει εικόνες και νοήματα ακούγοντας το κάθε κομμάτι. Βέβαια στην πορεία δόθηκαν κάποιοι εναλλακτικοί τίτλοι στα κομμάτια, πιο πολύ για πρακτικούς λόγους.
Οι περισσότερες από τις συνθέσεις του δίσκου ξεκίνησαν από αυτοσχεδιασμούς της μπάντας σε διάφορα live. Ήταν πολύ μεγαλύτερες αρχικά σε διάρκεια, έτσι η δουλειά που έγινε στο στούντιο περιελάμβανε εκτός των άλλων και προσπάθεια να μείνει σε κάθε κομμάτι αυτό που πραγματικά χρειαζόταν, περιορίζοντας όσο το δυνατόν την έκταση τους. Παράλληλα στους μουσικούς που θα ηχογραφούσαν τα έγχορδα, το κουαρτέτο των φίλων τους Αmiina, δε δόθηκαν παρτιτούρες αλλά τους ζητήθηκε να αυτοσχεδιάσουν.
Ξεκίνημα με το #1 που είναι ο ορισμός του πώς μπορεί το απλό να είναι συνάμα τόσο περιεκτικό και γεμάτο συναίσθημα. Ένα έπος που σου φέρνει δάκρυα χωρίς να ξέρεις το γιατί: Οι απίθανοι Sigur Rós. Το #2 σε κάνει να απορείς πως είναι δυνατόν να έχει γραφτεί τέτοια σύνθεση από ανθρώπους, σύντομα όμως ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι τελικά οι Sigur Rós ίσως είναι ξωτικά. Το #3 κατακλύζεται από μια μεθυστική, επαναλαμβανόμενη μελωδία παιγμένη στο πιάνο που, διαρκώς εμπλουτίζεται από νότες και ήχους σε μία από τις καλύτερες ενορχηστρώσεις τους. Στο #4 δοκιμάζουν να βρουν και φτάνουν τα όρια της υποβλητικότητας και της τελειότητας. Στο κομμάτι #5 δόθηκε το όνομα του καταρράκτη Álafoss που υπάρχει κοντά στην περιοχή που βρίσκεται το στούντιο και πρόκειται για ένα από τα πιο γλυκά μα και θλιβερά κομμάτια που έχω ακούσει. Το #6 μοιάζει να θέλει να συνεχίσει στο ίδιο αργόσυρτο ύφος, όμως προς το τέλος του κομματιού μια όμορφη μελωδία το παρασύρει σε εντονότερο ρυθμό.
Λίγο πριν το τέλος του αριστουργήματος που λέγεται ( ), οι Sigur Rós αποφάσισαν να μας δώσουν το #7 το οποίο ονομάστηκε και Τhe Death Song. Εγώ θα το έλεγα καλύτερα "Τhe Patience Song", γιατί στη 12λεπτη διάρκεια του υπάρχουν στιγμές που δεν ακούγεται σχεδόν τίποτα, δοκιμάζοντας την υπομονή των -μη οπαδών- ακροατών τους. Για τον γράφοντα πάντως, είναι μία μαγεία κάθε ένα από τα δευτερόλεπτα του κομματιού. Τέλος, το #8 είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα και πλέον ανατριχιαστικά τραγούδια που έχουν γραφτεί. Τα λόγια είναι περιττά...
Αν και έκανα μεγάλη προσπάθεια να επιλέξω δυο τραγούδια για να προτείνω, μου ήταν σχεδόν αδύνατο. Σίγουρα όμως το #8 είναι το απόλυτο αριστούργημα τους και αυτό που όλοι περιμένουν να ακούσουν στα encore των συναυλιών τους, άλλωστε του δόθηκε και το χαρακτηριστικό όνομα “The Pop Song”. Η παρακολούθηση της live εκτέλεσης του κομματιού είναι ο ορισμός αυτού που λέμε: «εμπειρία ζωής».
9,5/10
4.Τakk (2005)

Το Takk (στα Ισλανδικά σημαίνει «Ευχαριστώ») για πολλούς είναι ο καλύτερος δίσκος των Sigur Rós και ίσως να μην έχουν άδικο. Αποτελεί σαφώς συνέχεια του ( ) αφού κινείται σε πολύ παραπλήσιο μουσικό πλαίσιο, έχει εξίσου πλούσια ενορχήστρωση-πάλι όλα τα έγχορδα είναι ευγενική προσφορά του κουαρτέτου Amiina- και αντίστοιχου επιπέδου έμπνευση αλλά και μια, πρώτη, προσέγγιση στην pop μουσική. Δημιουργήθηκε γι’αυτό ακριβώς λοιπόν, να συνεχίσει δηλαδή ό,τι το ( ) έχτισε. Υποθέτω πως αυτός είναι ένας βασικός λόγος για να μην το θεωρήσει κάποιος ανώτερο του προηγούμενου δίσκου. Όμως κατ’εμέ ο σημαντικότερος λόγος για αυτό είναι πιο απλός: Δεν περιέχει κάποιο κομμάτι αντίστοιχο του #untitled8.
Όσα διθυραμβικά είπαμε για το ( ) ισχύουν περίπου και για το Takk. Το σχεδόν «θρησκευτικό» αλλά και απόκοσμο συναίσθημα που επικρατούσε στις συνθέσεις των τριών πρώτων άλμπουμ εξακολουθεί να υφίσταται και εδώ. Post rock εμπλουτισμένο με dream pop πινελιές, αλλά πάντα με τα στοιχεία του καθαρά προσωπικού τους ύφους που κάνει κάθε μουσική ταμπέλα να φαντάζει ανεπαρκής. Παράλληλα η έμπνευση τους είναι ακόμα ικανή να σου προκαλέσει ρίγος. Για όσους οπαδούς το ( ) δεν ήταν αρκετό ή ακόμα θεωρούσαν ότι άφησε κάτι στη μέση, το Takk ήρθε για να τους καλύψει.
Στην παραγωγή συνεχίζει να είναι ο εκλεκτός Ken Thomas, με τον οποίο φάνηκε πως η μπάντα απέκτησε άμεσα μοναδική χημεία. Στο Τakk κατάφεραν, χωρίς να αφαιρέσουν (όχι πολύ έστω) την παγωμένη τραχύτητα και την μυστηριακού ύφους δύναμη της μουσικής τους, να ζεστάνουν λίγο τη συνολική ατμόσφαιρα του δίσκου, λες και τα γκέιζερ άρχισαν ξαφνικά να δραστηριοποιούνται.
Έτσι, μια πρώτη διαφορά του παρόντος άλμπουμ σε σχέση με το προηγούμενο είναι ότι αρκετά από τα τραγούδια έχουν κανονικούς -Ισλανδικούς- στίχους. Πιο σωστά, τα Mílanó, Gong και Andvari είναι τα μόνα τρία τραγούδια στα οποία γίνεται η χρήση των Hopelandic, σε αντίθεση με το ( ) όπου η γλώσσα δημιούργημα του Jonsi χρησιμοποιήθηκε σε όλο το άλμπουμ. Επίσης επανέρχεται μια κάποια κανονικότητα, με τη χρήση τίτλων σε όλα τα κομμάτια.
Τρανή απόδειξη της ονειρικής ομορφιάς του Takk είναι ότι τα περισσότερα κομμάτια του χρησιμοποιήθηκαν για να ντύσουν ταινίες, ντοκιμαντέρ, διαφημιστικά και όπου αλλού μπορεί να φανταστεί κάνεις.
Τα Glósóli και το Hoppípolla είναι συνθέσεις εξαιρετικής έμπνευσης. Στο Sæglópur έχεις την αίσθηση ότι είσαι μέσα στα έγκατα της γης, και στην έκρηξη του ηφαιστείου πετάγεσαι και εσύ ψηλά στον αέρα μαζί με τη λάβα. Για το Mílanó δεν έχω κάτι άλλο να πω εκτός του ότι ο κόσμος μας θα ήταν πιο άσχημος αν δεν είχε γραφτεί ποτέ αυτό το κομμάτι…
Όπως ανέφερα και νωρίτερα το Takk ικανοποιεί τη διάθεση ολοκλήρωσης του προηγούμενου δίσκου. Για αυτούς που είχαν ήδη νιώσει τη μαγεία των Sigur Rós, αποτέλεσε μια φυσιολογική, λυτρωτική εξέλιξη. Θα πρέπει εξάλλου να αναφερθεί το γεγονός ότι οι Sigur Rós σε αυτό το δίσκο υπέγραψαν σε πολυεθνική εταιρεία. Ενδεχομένως κάποιος να πει ότι η πολυεθνική δε «ζητά την υπογραφή σου» για να σε αφήσει μετά παντελώς «ελεύθερο» να δημιουργήσεις, αλλά ζητά να προσφέρεις ακριβώς αυτά που σε έκαναν γνωστό, και αν σου πέσει στη μαγιά και λίγη καλή (αλλά εύπεπτη) pop παραπάνω δεν θα πειράξει κανέναν. Δε χρειάζεται να ακουστεί αυτό ως συνωμοσιολογικό ή μια απόδειξη κάποιου είδους εκμετάλλευσης ή χειραγώγησης του καλλιτέχνη, ας ληφθεί όμως υπόψη σαν ένα φυσιολογικό γεγονός στον κόσμο της μουσικής και τον κόσμο που ζούμε. Δούναι και λαβείν. Δεν είμαι παρ’ ολα αυτά βέβαιος ότι το Takk βοήθησε το συγκρότημα στο να κερδίσει νέους οπαδούς. Παραήταν καλό για να καταφέρει κάτι τέτοιο. Αυτό έγινε σίγουρα με το επόμενο άλμπουμ. Κατώτερο ποιοτικά, με στροφή στον ήχο προς σαφώς εμπορικότερα μονοπάτια, άρα και προσέγγιση νέου κοινού.
# 2 τραγούδια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας : Sæglópur, Mílanó
8,5/10
(συνεχίζεται...)