Τους Blues Explosion, θυμάμαι, τους είχα δει επί σκηνής για πρώτη φορά στο Παρίσι, στη μεγάλη και, απρόσωπη, θα μπορούσε να πει κανείς για ένα τέτοιου τύπου σχήμα, σκηνή του Zenith το 1995 (μαζί με τους υπέροχους Morphine και τους μη χρήζοντες ιδιαιτέρων συστάσεων Cramps). Καθώς μέχρι τότε είχα ακούσει λίγα πράγματα από αυτούς και δεν είχα την παραμικρή αίσθηση του τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, βρέθηκα μπροστά σε μία μεγάλη έκπληξη. Τρεις τύποι, στημένοι ο ένας σχεδόν δίπλα στον άλλο, με αποτέλεσμα το 90% μία πολύ μεγάλης αυτής σκηνής να μένει άδειο, έχυναν τόνους ιδρώτα, παίζοντας αυτό το high-energy blues/punk τους σαν να μην υπάρχει αύριο. Ανάμεσά τους, ο ευγενέστατος, αν τον γνωρίσει κανείς από κοντά και μάλλον χαμηλών τόνων Jon Spencer, χόρευε, σωστότερα τιναζόταν, σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα γύρω από το theremin, με το κοινό να τον κοιτά αποσβoλωμένο. Αλλά και οι υπόλοιποι δύο οι κ.κ. Judah Bower και Russell Simins, δεν πήγαιναν πίσω, πιστέψτε με. Λίγους μήνες αργότερα, μέσα στην ίδια χρονιά, είχα την τύχη να τον δω με τους φοβερούς Boss Hog. Eκεί είχε δώσει την πρωτοκαθεδρία στη σύζυγό του Christina Martinez - την θυμάμαι ντυμένη με μαύρο μίνι και μαύρο ζιβάγκο να λικνίζεται τραγουδώντας “I Wanna Die Like Jimmy Morrisson…” και… ό,τι άλλο και αν γράψω σχετικά θα παραπέμπει σε πορνό, οπότε δεν επεκτείνομαι! Και εκεί όμως ο φοβερός Jon ήταν, στην πραγματικότητα,πανταχού παρών μέσα από το φοβερό παίξιμό του στην κιθάρα που πάντρευε το groove με τον θόρυβο με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο.

Στην συνέχεια τον Jon Spencer και τους Blues Explosion τους είδα κι άλλες φορές, τόσο στο Ρόδον αλλά και στο Gagarin, ώστε να μην έχω πια καμία αμφιβολία: αυτός ο τύπος γίνεται ένα με την σκηνή και δεν φεύγει από εκεί παρά μόνο όταν είναι βέβαιος ότι και τα πιο αδιάφορα μέλη του κοινού έχουν πια εξουθενωθεί από το ανελέητο πάρτυ που έχει στήσει με τους υπόλοιπους δύο τρελούς που ονομάζει συγκρότημά του. Πολλοί αντιτείνουν ότι και αυτή είναι μία δουλειά σαν τις άλλες. Ok, συμφωνώ επί της αρχής, για αυτό το λένε music business όλο αυτό, αλλά είναι απολύτως αδύνατον να κάνεις τέτοια live χωρίς να το νιώθεις, τελεία και παύλα.
Τι είναι όμως ο Jon Spencer, τελικά; Ένας punk με ψυχή bluesman ή μήπως το αντίστροφο; Όποια και αν είναι η αλήθεια, ο τύπος αυτός βάλθηκε να καταδείξει με τους Blues Explosion ότι τα μουσικά αυτά είδη μπορούν να λειτουργήσουν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Και δεν έμεινε εκεί. Στο γεμάτο παραμόρφωση και αδρεναλίνη μίγμα των Pussy Galore από punk, garage και noise προσέθεσε μπόλικα blues, funk, soul, μπόλικη τρέλα αλλά και ταλέντο, με αποτέλεσμα το τρίο από την Νέα Υόρκη να γίνει μία από τις καλύτερες live (αυτό το καταλάβατε ήδη, φαντάζομαι) αλλά και studio μπάντες των τελευταίων τριών δεκαετιών.

Ο πρώτος χρόνος ύπαρξης του συγκροτήματος ήταν το 1991, οπότε οι Blues Explosion έκαναν τις πρώτες ηχογραφήσεις τους υπό την καθοδήγηση των φοβερών Steve Albini και Kramer. Αποτέλεσμα ήταν όχι ένας, αλλά τρεις (!) δίσκοι, οι οποίοι κυκλοφόρησαν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια και οι οποίοι εν μέρει επικαλύπτουν ο ένας τον άλλο. Πρόκειται για τα A Reverse Willie Horton (1991), The Jon Spencer Blues Explosion (1992) και Crypt Style (1992), που το 2010 επανακυκλοφόρησαν σε ενιαία έκδοση με τον τίτλο Year One.
Όσοι έχετε στο μυαλό σας το groovy, ρυθμικό, κεφάτο ύφος ύστερων κυκλοφοριών, μην περιμένετε τίποτα το ανάλογο. Με κεκτημένη ταχύτητα από το μουσικό χάος των φοβερών Pussy Galore, του προηγούμενου συγκροτήματός του, επηρεασμένος από τους εντελώς αντισυμβατικούς (για να μην πω κάτι βαρύτερο) παραγωγούς του και μην έχοντας κατασταλάξει σε συγκεκριμένη μουσική κατεύθυνση, ο Jon Spencer με τους Blues Explosion εξαπέλυε ακατάσχετα, καταιγιστικούς ρυθμούς, θορυβώδη riffs και φωνητικά (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων), που ηχούν σαν τον (εφιαλτικό για τον μέσο φιλόμουσο, αλλά ποιός νοιάζεται;) συνδυασμό του Hasil Adkins και του Howlin’ Wolf, σε ένα punk/rock’n’roll πανδαιμόνιο, που ήδη είχε από τότε αρχίσει να λοξοδρομεί προς τα blues.
Τα καλύτερα όμως έμελλε να ακολουθήσουν: πρώτα ήρθε το Mo’ Width (1993) όπου πλέον το χάος υποχώρησε, για να αφήσει σαφέστατα πια χώρο στο groove: Μιλάμε για έναν απίστευτο ήχο, απίστευτο κέφι και, όπως πάντα απίστευτη ενέργεια, με κομμάτια σαν το κλασικό Afro, αλλά και τα Out Of Luck, History Of Lies, και Big Road.

Αν όμως θα έπρεπε όμως οπωσδήποτε να διαλέξουμε τον καλύτερο και πληρέστερο ανάμεσα στους δίσκους των Jon Spencer Blues Explosion, το πιθανότερο είναι ότι θα καταλήγαμε στον αμέσως επόμενο, το Orange (1994). Επιγραμματικά, το Orange θα μπορούσε να περιγραφεί σαν ο (ανίερος κατά πολλούς, αλλά δεν πειράζει) συνδυασμός του ήχου της Stax με αυτόν της Crypt, το αμάλγαμα blues, funk, punk και garage που αποτελεί άλλωστε σήμα κατατεθέν του φοβερού αυτού συγκροτήματος, με κάμποσο rockabilly αλλά και hip hop. Για ποιό κομμάτι να πρωτομιλήσεις; Το παρανοϊκό r'n'b Bellbottoms με την απίστευτη disco εισαγωγή με τα έγχορδα; Για το ασύλληπτο όργανο του Greyhound, το κάτι σαν rap του Flavor με τον Beck να συμμετέχει, το blues punk των Sweat και Blues X Man ή το εξαιρετικό garage punk του Brenda; Όσοι από εσάς έχετε ήδη ακούσει το δίσκο, ξέρετε ότι τα λόγια περιττεύουν. Οι υπόλοιποι ακούστε τον τώρα, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο να μην ξανασχοληθείτε με τους Black Keys! Και, πιθανότατα, στο ίδιο αποτέλεσμα θα καταλήξετε ακoύγοντας το rock’n’roll ολοκαύτωμα που ακολούθησε με τίτλο Now I Got Worry (1996), στο οποίο περιλαμβάνεται το κλασικό single Wail, αλλά και εξαιρετικά κομμάτια όπως (σχεδόν τυχαία επιλέγω) τα 2 Kindsa Love και Chicken Dog (στο οποίο συμμετέχει ο Rufus Thomas).
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Πολλές κυκλοφορίες ακολούθησαν, όλες αρκετά έως πολύ αξιόλογες: Acme (1998), Plastic Fang (2002), στο οποίο περιλαμβάνεται το φοβερό single She Said, Damage (2004), Meat + Bone (2012) και το φετινό Freedom Tower - No Wave Dance Party 2015, με το συγκρότημα να πειραματίζεται με τον ήχο του, χωρίς να χάσει ποτέ την βασική του κατεύθυνση. Koντά σε αυτά έχουμε ουκ ολίγα singles (ψάξτε το φοβερό Son Of Sam του 1992, που διασκεύασε – όχι τόσο καλά, θα έλεγα – ο Ty Segall), EPs αλλά πολυπληθείς συνεργασίες, όπως αυτές με τους R. L. Burnside, Calvin Johnson και Andre Williams.

Σήμερα πια, που το να είσαι αυθεντικός δεν “πουλάει” και τόσο πολύ, οι Blues Explosion δεν έχουν την δημοφιλία άλλων εποχών και σίγουρα όχι την προσοχή των ηλιθίων του μουσικού Τύπου: Αυτοί, ασχολούνται με τα (υπαρκτά, προφανώς, αλλά εμείς τι φταίμε;) προβλήματα της Florence, τον παντελώς ανόητο Kanye West και, όπως πάντα, με τον Νοσφεράτου του rock Bono, οπότε δεν υπάρχει χρόνος, καταλαβαίνετε. Όσοι όμως μπορείτε ακόμα να εκτιμήσετε την αξία του αγνού fun (ξέρουμε ότι είσαστε αρκετοί!), έχετε ευκαιρία να δείτε την φοβερή, χωρίς υποσημειώσεις, αυτή μπάντα στο Gagarin 205 στις 6 Σεπτεμβρίου. Οι υπόλοιποι (ευαίσθητες ψυχές, λάτρεις απαλών ακουσμάτων και λοιποί αναξιοπαθούντες), μείνετε μακριά!
Παναγιώτης Γαβρίλης