Το ποτάμι ούτε γυρίζει πίσω ούτε επιμηκύνεται στο άπειρο, όπως διατείνεται ο τίτλος του νέου και πιθανότατα τελευταίου άλμπουμ των Pink Floyd. Ο χαρακτηρισμός του Endless River ως “νέος” δίσκος γίνεται μάλλον καταχρηστικά, καθώς η επικαιρότητά του αφορά περισσότερο την ημερομηνία διάθεσής του στο ευρύτατο ακροατήριό τους. Κανείς δεν πρέπει να εξεπλάγη όταν μαθεύτηκε πως το άλμπουμ έχει κάνει ρεκόρ προπαραγγελιών στο βρετανικό Amazon, στοιχείο ενδεικτικό της λαοφιλίας των Floyd αλλά και της προσμονής του κοινού για νέο υλικό υπό το όνομά τους. Ο δίσκος περιλαμβάνει, ως γνωστόν, outtakes και νέες μίξεις μουσικών «θραυσμάτων» που έμειναν έξω από το, διχαστικό για τους οπαδούς Division Bell, δηλαδή το τελευταίο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους μία εικοσαετία πίσω (ο γράφων, πληροφοριακά, ανήκει ξεκάθαρα στην πλευρά των υποστηρικτών εκείνου του δίσκου).
(Σε αυτό το σημείο πρέπει να προειδοποιήσω τους αναγνώστες αυτού του κειμένου: αν είστε κι εσείς θιασώτες της θεωρίας του Παναγιώτη Γαβρίλη, ότι δηλαδή οι Floyd απώλεσαν την καλλιτεχνική τους αξία όταν αποχώρησε ο Syd Barrett, έχετε πιο εποικοδομητικά πράγματα να κάνετε στη ζωή σας από το να συνεχίζετε να διαβάζετε αυτό το κείμενο. Συναγελαστείτε με τους ομοίους σας, σας οικτίρω και ντρέπομαι για λογαριασμό σας. And your father smelt of elderberries.)
Θεωρώ εξαιρετικά απίθανο ότι κάποιος, όσο λίγα χρόνια κι αν έχει περάσει στον πλανήτη Γη, θα κάνει την πρώτη αναγνωριστική επαφή με τους Pink Floyd ακούγοντας το Endless River. Σε εσάς όμως θα απευθυνθούν οι επόμενες γραμμές. Κατά πρώτον, να ξέρετε πως σας ζηλεύω, διότι μπροστά σας περιμένει υπομονετικά να απλωθεί ένα ολόκληρο μουσικό σύμπαν με διαστάσεις Αποκάλυψης. Για έναν αυθεντικό μουσικόφιλο, η μαγεία της ανακάλυψης ενός νέου κόσμου γεμάτου αριστουργήματα ανταλλάσσεται με πολύ λίγα πράγματα σε αυτήν τη ζωή. Κατά δεύτερον, το Endless River αποτελεί το πλέον ακατάλληλο άλμπουμ για την εισαγωγή σε αυτό το σύμπαν. Όχι γιατί “δεν είναι καλό” ή “αντιπροσωπευτικό” της πορείας τους, ή έστω των πονημάτων της τελευταίας, άνευ Waters (“άνυδρης”;) περιόδου. Για την ακρίβεια, μάλιστα, εκπροσωπεί σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλο άλμπουμ τους - και σχεδόν, θα λέγαμε, εξαντλεί - την πιο ατμοσφαιρική (όπως ambient) πλευρά τους. Εκείνη στην οποία πρωταγωνιστούν τα ηχητικά τοπία που φιλοτεχνούν η κιθάρα του David Gilmour και τα πλήκτρα του αποθανόντος Richard Wright (στον οποίο και είναι αφιερωμένο το άλμπουμ). Φανταστείτε, για παράδειγμα, έναν δίσκο όπου, στο μεγαλύτερο μέρος της 53λεπτης διάρκειάς του κυριαρχεί κλίμα αντίστοιχο του Marooned (από το Division Bell), με ακόμη περισσότερη ambience, που θυμίζει, ως ένα σημείο, το προσωπικό On An Island του Gilmour. Τα λόγια περιττεύουν κυριολεκτικά, πέρα από το spoken word του Stephen Hawking στο Talkin' Hawkin' και τους στίχους που τραγουδάει ο Gilmour στο Louder Than Words, το μοναδικό “κανονικό” τραγούδι του άλμπουμ. Μάλιστα, τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου ενώνονται μεταξύ τους, ώστε η κάθε πλευρά του βινυλίου να αποτελεί πρακτικά ένα αυτόνομο και ολοκληρωμένο μουσικό κομμάτι. Λίγες, μετρημένες στιγμές διαταρράσουν το “ήρεμο” κλίμα - κυρίως η ροκιά του (bonus audio στην deluxe edition) Nervana όπου, αν και το πρωταγωνιστικό παίξιμο του Gilmour μοιραία ξεχωρίζει, ακρογωνιαίος λίθος είναι το σταθερό drumming του Mason.
Κάποια στοιχεία σίγουρα θα ακουστούν γνώριμα στον έμπειρο ακροατή των Floyd. Το It’s What We Do περιλαμβάνει ήχους και εφφέ που έχουν ταξιδέψει με το TARDIS από το Welcome To The Machine του μακρινού 1975. Το Talkin' Hawkin' μπορεί να ληφθεί ως reprise του προ εικοσαετίας Keep Talking, κυρίως λόγω του συμμετέχοντος Stephen Hawking. Το On Noodle Street, αν είχε μπει στο Division Bell, θα μπορούσε να αναπτυχθεί ως ένα εναλλακτικό What Do You Want From Me ή να μπει ως part 2 σε κάποιο ταιριαστό σημείο του άλμπουμ, συνεχίζοντας την προσφιλή Floyd-ική συνήθεια. Η οποία μάλιστα τηρείται και σε αυτό το άλμπουμ, με τα δύο μέρη του Allons-Y τοποθετημένα εκατέρωθεν του Autumn ‘68 - αν και, μιας και τα τρία κομμάτια είναι ήδη είναι γεφυρωμένα μεταξύ τους, θα μπορούσαν να τα ενώσουν υπό έναν ενιαίο τίτλο. Στην τελική, βέβαια, δικά τους περισσεύματα είναι, ό,τι θέλουν τα κάνουν.
Ο δίσκος οφείλει να αντιμετωπιστεί για αυτό που είναι κι όχι για αυτό που θα θέλαμε να είναι. Ως ολοκληρωμένο άλμπουμ ενός εκ των τεραστιότερων μουσικών συγκροτημάτων που έχει γνωρίσει ο πλανήτης, 20 χρόνια μετά το τελευταίο τους, αξιωματικά το Endless River δύσκολα θα αντέξει στην μελλοντική σύγκριση απέναντι στα μεγάλα τους αριστουργήματα (αυτό προφανώς θα φανεί αργότερα, άλλωστε δεν έχουμε να κάνουμε με συλλογή εφήμερων ποπ χιτακίων, αλλά με μουσική που αναδεικνύεται περισσότερο σε βάθος χρόνου και ακροάσεων). Από την άλλη, τίτλος “το χειρότερο άλμπουμ τους” που βιαστικά απέδωσαν όσοι περίμεναν… ποιος ξέρει τι, υπονοεί κάπου εκεί στο βάθος πως ο δίσκος είναι κακός - ακόμη χειρότερα, πως οι Pink Floyd έχουν κι άλλα κακά άλμπουμ (αυτόν τον τίτλο θα πρέπει να πάρει, πάντως, το Momentary Lapse Of Reason χωρίς να ιδρώσει)! Περιττεύει να γράψουμε πως οι περισσότεροι σύγχρονοι συνθέτες θα έδιναν το δεξί τους χέρι, το αριστερό αυτί και ένα νεφρό για να προσεγγίσουν την μαγεία που ασκούν κάποια από τα “περισσεύματα” που παρουσιάζονται εδώ. Ως συλλογή outtakes, η ποιότητα και η συνοχή του συγκλονίζει, τόσο που θα είναι κατάφωρα άδικο να αγνοηθεί από το σκληροπυρηνικό τμήμα των οπαδών τους. Υποψιάζομαι όμως, ότι ειδικά εκείνοι θα ενθουσιαστούν από το ύφος και το περιεχόμενο αυτού του δίσκου. Και αν με ρωτάτε επί προσωπικού, θα απογοητευόμουν ιδιαίτερα αν δεν ακουγόταν όπως αυτό.
Το Endless River είναι φτιαγμένο από εξαιρετικό πρωτογενές υλικό, περασμένο μέσα από ένα νοσταλγικό πρίσμα - σαν αυτό του εξωφύλλου του Dark Side Of The Moon. Το ότι το Endless River δεν ονομάστηκε The Division Bell Part 2 ή The Division Bell: The Rarities οφείλεται, εκτός από το προφανές μαρκετίστικο τμήμα της υπόθεσης, μάλλον στην επιθυμία των Gilmour/Mason να νιώσουν ότι το οικοδόμημα του οποίου έχουν μείνει μοναδικοί στυλοβάτες, έχει το δικαίωμα σε έναν ένδοξο επιθανάτιο ρόγχο. Η αυτοαναφορικότητα των περισσότερων τίτλων, αλλά και η στιχουργία του Louder Than Words, που κλείνει το μάτι σε ολόκληρη την ιστορία των Pink Floyd (“We bitch and we fight/Diss each other on sight/But this thing we do/[...]/It’s louder than words”), δείχνουν ακριβώς αυτό.
7.5/10