Print this page
Δευτέρα, 11 Μαΐου 2015 15:06

Courtney Barnett - Sometimes I Sit and Think, and Sometimes I Just Sit (Mom & Pop / Marathon Artists, 2015)

Written by 

Όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις που έχεις να μιλήσεις για κάτι που αξίζει πραγματικά τον κόπο, ανακαλύπτεις ότι οι ορισμοί και οι τυποποιήσεις απλώς δεν σε καλύπτουν: σπάνια το πραγματικά εξαιρετικό υπακούει σε νόρμες. Η Courtney Barnett, η 27χρονη συμπαθητική αυτή κοπέλα από την Μελβούρνη με την μάλλον μέτρια εμφάνιση, προσδιορίζεται ως singer - songwriter και, αν το δεις από την αμιγώς τυπική πλευρά του το πράγμα, κάπως έτσι είναι. Από την άλλη, ο – κακοπαθημένος είναι αλήθεια – όρος, δεν σε προετοιμάζει σε τίποτα για τα όσα ακούς στο πρώτο αυτό LP της νεαρής Αυστραλέζας (είχαν προηγηθεί δύο θαυμάσια EΡs που κυκλοφόρησαν ως διπλό LP υπό τον τίτλο The Double EP: A Sea of Split Peas).

Η Courtney Barnett δεν αποτελεί τυπική περίπτωση, τελεία και παύλα. Δεν “πουλάει” κονσερβαρισμένα ή μη συναισθήματα, κομμάτια για δακρύβρεχτους αποχωρισμούς, χαμένους έρωτες και τα τοιαύτα. Ούτε καν μαχητικό φεμινισμό, οργή, επάνασταση με ή χωρίς αιτία, πικρία και απογοήτευση για τον άδικο τούτο κόσμο που ζούμε. Οι στίχοι της είναι πάντοτε ένα κολλάζ από σκόρπιες σκέψεις και παρατηρήσεις απλών, καθημερινών περιστατικών, συζητήσεων, πραγμάτων, που κανονικά κανείς δεν θα πρόσεχε και που άλλοτε έχουν και άλλοτε δεν έχουν άμεση σχέση με το κύριο θέμα κάθε τραγουδιού, όπου αυτό υπάρχει. Μιλώντας για τα βασικά στιχουργικά θέματα, πάλι, στο Elevator Operator έχουμε έναν 20χρονο υπάλληλο να βαριέται να πάει στην δουλειά και αποφασίζει απλώς να κάτσει στην ταράτσα ενός ουρανοξύστη και να χαζεύει τον κόσμο που περνά, ενώ το Aqua Profunda! αποτελεί τον μονόλογο μίας κοπέλας που προσπαθεί μάταια να εντυπωσιάσει τον νεαρό που κολυμπάει δίπλα της. Άλλες φορές η Courtney Barnett απλώς καταπιάνεται με μία πολύ πιο χαλαρή κεντρική ιδέα (όπως η θνητότητα και η καταστροφή του περιβάλλοντος στο KimCaravan). Ο τρόπος με τον οποίο το κολλάζ αυτό τελικά μορφοποιείται, είναι απλώς αριστουργηματικός. Ξαφνικά, οι σκόρπιες σκέψεις και εικόνες αρχίζουν να αντικατοπτρίζουν συναισθήματα, αληθινές καταστάσεις της ζωής πραγματικών ανθρώπων. Και κάπου εκεί είναι που ανακαλύπτει ο ακροατής πόσο όμορφα “δένουν” με την μουσική.

Η μουσική της Courtney Barnett, από την μεριά της, δεν διεκδικεί κάποιο βραβείο πρωτοτυπίας. Μπάσο, κιθάρα ντραμς είναι οι πρώτες ύλες, χωρίς υπερβολές στην ενορχήστρωση, λυρικές κορυφώσεις κλπ. Πιστή στην καταγωγή της, αν και η ίδια ομολογεί ότι είναι μάλλον επηρεασμένη από αμερικάνικα ακούσματα και ότι, εκτός από τους Go-Betweens και τους Triffids, μόλις πρόσφατα ανακάλυψε ότι υπάρχει σοβαρή αυστραλιανή εναλλακτική σκηνή, η Barnett έχει αυτό τον άμεσο, συγχρόνως απλοϊκό, συγχρόνως ευαίσθητο, χωρίς όμως υπερβολές και θεατρινισμούς τρόπο που χαρακτηρίζει όλη την pop/rock σκηνή της Αυστραλίας από καταβολής της. Από την άλλη μεριά, είναι πράγματι σαφέστατα επηρεασμένη από την αμερικάνικη κιθαριστική σκηνή των 90’s (η Liz Phair είναι ένα καλό σημείο αναφοράς), με μία γερή δόση από τον πάντοτε απαραίτητο Lou Reed. Με δύο λόγια, σε αντίθεση με τις περισσότερες ομότεχνές της singers-songwriters, ο ήχος της είναι πολύ περισσότερο ένα αστικό rocknroll με κάποιες pop και folk αναλαμπές, χωρίς δακρύβρεχτες δραματικές μπαλάντες, όπου το συναισθηματικό στοιχείο υπερτονίζεται.

Όσο για την ερμηνεία της, αυτή κινείται στα όρια του υποτονικού: η Barnett τραγουδάει με τον τρόπο του ουδέτερου παρατηρητή, ακόμη και όταν μοιάζει να μιλάει για τον εαυτό της, ακόμη και όταν ανεβάζει ένταση. Και όμως, πάλι κατορθώνει να “βγάλει” ένα αποτέλεσμα πλούσιο σε συναίσθημα. Απλώς όλο αυτό, σε αντίθεση με τα όσα έχουμε συνηθίσει, γίνεται με έναν φυσικό, ποτέ εκβιαστικό τρόπο, ποτέ εις βάρος του χιούμορ και της αμεσότητας και βασίζεται σε απλά (“φτωχά” σχεδόν υλικά). Πως είναι π.χ. η Lana Del Rey; Το ακριβώς αντίθετο και, πιστέψτε με, δεν πειράζει καθόλου!

Μιλώντας για τα highlights του δίσκου, δεν μπορείς παρά να αναφερθείς στο πιο μελωδικό (και πιο συμβατικό με τα τρέχοντα πρότυπα) κομμάτι του δίσκου, το Depreston, όπου η αναζήτηση σπιτιού στα προάστια ξεκινά με δυσοίωνα περιστατικά (“We drive to house in Preston, we see police arrestinman with his hand in bag/How'that for first impressions?”) για να καταλήξει, μοιραία, στο συμπέρασμα ότι το σπίτι που έχει πάει να δει της δημιουργεί κατάθλιψη εκτός και αν χαλάσει μία περιουσία για να το ξαναχτίσει, εξ ου και ο τίτλος. Ο δίσκος θα μπορούσε να ήταν γεμάτος τέτοια κομμάτια και το αποτέλεσμα θα είχε επιτευχθεί. Όμως η φοβερή Courtney δεν μένει εκεί: αφού πρώτα εξαπολύει μία απρόσδόκητη κιθαριστική επίθεση με το τυπικό fuck you song που τιτλοφορείται Pedestrian At Best (“Put me on pedestal and I'll only disappoint you/Tell me I'exceptional, promise to exploit you/Give me all your money, and I'll make some origami, honey/think you're joke, but don'find you very funny”), περνά στα blues (Small Poppies), στο garage με τα Debbie Downer και Nodody Really Cares If You DonGo To The Party (“wanna go out but wanna stay home” τραγουδά στο ρεφραίν σε ένα κρεσέντο αναποφασιστικότητας που όλοι μας έχουμε βιώσει), μοιράζεται με χιουμοριστικό τρόπο διάφορες ακαθόριστες οικολογικές ανησυχίες μέσα από την όμορφη κιθαριστική pop του Dead Fox (“Jen insists that we buy organic vegetables / And must admit that was little skeptical at first / little pesticide can'hurt”), ενώ ξεπερνά τον εαυτό της με το θαυμάσιο KimCaravan που ξεκινά χαμηλά για να ανεβάσει ένταση, με την μπάντα της να αποδίδει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο κομμάτι του δίσκου και τους στίχους και την ερμηνεία να είναι εξαιρετικοί από την αρχή ως το τέλος.

Εννοείται ότι η επιτυχία του όλου εγχειρήματος οφείλεται στο ότι η Courtney Barnett δεν επιδιώκει ακριβώς τίποτα από όσα τελικά συμβαίνουν στον δίσκο. Όλο αυτό προκύπτει φυσικά. Όπως φυσικά (έως κάποιο σημείο οι δαιμόνιοι μαρκετίστες σίγουρα έπαιξαν ρόλο), συνέβη αυτή η κοπέλα από την Μελβούρνη να βλέπει τον δίσκο της να σκαρφαλώνει στις λίστες των επιτυχιών, δίπλα σε άχρηστους αστέρες της εποχής (ονόματα δε λέμε και υπολήψεις δεν θίγουμε, διότι απλούστατα υπολήψεις δεν υπάρχουν). Το αν αυτή η ευαίσθητη, έξυπνη, ταλαντούχος μουσικός που, κατά δήλωσή της όταν ντύνεται καλά φοράει το καλό της t-shirt θα μπορέσει να αντέξει την πίεση της αναπάντεχης δημοσιότητας, της εμπορικής επιτυχίας αλλά και της κριτικής αναγνώρισης, απομένει να το δούμε, σίγουρα πάντως το ευχόμαστε ειλικρινά. Ως τότε, το Sometimes I Sit and Think, and Sometimes I Just Sit μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε σαν τον θρίαμβο των αληθινών ανθρώπων σε βάρος των πλαστικοποιημένων stars μίας χρήσης. Και φυσικά, να το απολαμβάνουμε.

9/10

Παναγιώτης Γαβρίλης

 

Ο Παναγιώτης Γαβρίλης είναι επιφανειακά ένας εξωστρεφής τύπος που αγαπά την μπύρα και τις θορυβώδεις κιθάρες, όμως στην πραγματικότητα είναι ένας ρομαντικός: αγαπά την λογοτεχνία και την ποίηση και ονειρεύεται κάποτε (σύντομα, η ζωή είναι μικρή), να επικρατήσει παγκόσμια ειρήνη και ευμερία και η ΑΕΚ να «σηκώσει» το Champions League. Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Ποτέ.

Latest from Παναγιώτης Γαβρίλης

Related items

Media